My Bonjour

Δευτέρα, 20 Μάιος 2024

ΕΦΥΓΑΝ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 20 ΜΑΪΟΥ

ΕΦΥΓΑΝ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 20 ΜΑΪΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΦΛΕΣΣΑΣ

Κληρικός, από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του ‘21.

Ο Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1786 ή το 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας.

Φοίτησε στην ονομαστή Σχολή της Δημητσάνας και το 1816 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Βαλανιδιάς στην Καλαμάτα κι έλαβε το όνομα Γρηγόριος.
Ζωηρός και εριστικός ως χαρακτήρας, γρήγορα ήλθε σε ρήξη με τον ηγούμενό του και πήγε να μονάσει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, μεταξύ Μυστρά και Λεονταρίου.

Στις αρχές του 1818 μάλωσε μ’ ένα Τούρκο αγά της περιοχής για κάποια διαφιλονικούμενα κτήματα και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη.
Λίγο προτού εγκαταλείψει την Πελοπόννησο κι ενώ καταδιώκετο από Τούρκους οπλοφόρους, φέρεται να τους είπε: «Άιντε ρε και πού θα μου πάτε! Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε!»

Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον κατήχησε και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου του 1818 με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος.
Την ίδια περίοδο έγινε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.

Από τη στιγμή που έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση του εθνικού ξεσηκωμού. Παρορμητικός και ενθουσιώδης, ταξίδεψε γι’ αυτόν το σκοπό στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και άλλοτε με ψέματα και άλλοτε με αλήθειες κατάφερε να ενθουσιάσει και να παρασύρει πολλούς Έλληνες.
Δικαιολογημένα κάποιος βιογράφος του του έδωσε το όνομα «μπουρλοτιέρης των ψυχών».
Η τακτική, όμως, που ακολούθησε, θεωρήθηκε από ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας επικίνδυνη για την αποκάλυψη των σχεδίων της και αποφασίζεται να σταλεί στον Μοριά, όπου οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες για οργανωτική δράση.

Στις αρχές του 1821, με έξοδα του Παναγιώτη Σέκερη, έφτασε στην Πελοπόννησο, εμφανιζόμενος άλλοτε ως πατριαρχικός έξαρχος και άλλοτε ως εκπρόσωπος της ανωτάτης αρχής της Φιλικής Εταιρείας.
Στη μυστική Σύσκεψη της Βοστίτσας, όπως ονομαζόταν τότε το Αίγιο (26-30 Ιανουαρίου 1821), στην οποία πήραν μέρος εξέχοντα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας επέμεινε στην αναγκαιότητα άμεσης έναρξης του Αγώνα, βεβαιώνοντας ότι θα τον ενίσχυε αποτελεσματικά η Ρωσία.
Οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς δεν πείστηκαν από τα λεγόμενά του και η σύσκεψη διαλύθηκε άδοξα.

Οργισμένος, ο Παπαφλέσσας έφυγε για τη Μάνη, όπου συναντήθηκε με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Στις 23 Μαρτίου συμμετείχε με πολλούς Μοραΐτες καπεταναίους στην απελευθέρωση της Καλαμάτας.
Από εκείνη τη στιγμή, ο Παπαφλέσσας πετά το ράσσο, το οποίο δεν τίμησε ιδιαίτερα, και φορά τη στολή του πολεμιστή.
 Όπου περνά, ενθουσιάζει και ξεσηκώνει τους Έλληνες.
Κλείνεται να πολεμήσει στο κάστρο του Άργους και ύστερα παίρνει μέρος σε πολλές μάχες (Δερβενάκια και άλλες μικρότερες).

Τον Δεκέμβριο του 1821 έλαβε μέρος στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και το 1823 στη Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους.
Στις 27 Απριλίου του 1823 ανέλαβε το Μινιστέριο (Υπουργείο) των Εσωτερικών και την 1η Ιουλίου του ίδιου χρόνου και το Μινιστέριο της Αστυνομίας.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, παρά το γεγονός ότι ήταν παλιός συνεργάτης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, βρέθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι ένοπλες συγκρούσεις του με τους Κολοκοτρωναίους αποτελούν μελανή σελίδα στην όλη δράση του.

Εν τούτοις, μόλις πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ στο Μοριά το 1825, πρότεινε την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων αντικυβερνητικών αγωνιστών, ενώ ο ίδιος όντας ακόμη Μινίστρος των Εσωτερικών και της Αστυνομίας, ξεκίνησε για τη Μεσσηνία, για να χτυπήσει τον εισβολέα. Ταμπουρώθηκε στο Μανιάκι, με την απόφαση να νικήσει ή να πέσει.

Στις 20 Μαΐου δέχθηκε επίθεση από τις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού κι έπεσε ηρωικά μαχόμενος, ύστερα από οκτάωρη σκληρή μάχη.

ΑΜΑΛΙΑ

Η Αμαλία (γερμανικά: Amalie von Oldenburg, ήταν κόρη του Δούκα του Ολδεμβούργου και η βασιλική σύζυγος του Όθωνα της Ελλάδος.

Η Αμαλία Μαρία Φρειδερίκη γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1818 στο Ολδεμβούργο, στο Μεγάλο Δουκάτο του Ολδεμβούργου.

Από μικρή ηλικία ανατράφηκε από τη βαρόνη Σέλλα.
Διδάχθηκε ξένες γλώσσες, ζωγραφική, μουσική και χορό, καθώς και ξιφασκία και ιππασία, επέδειξε όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το θέατρο, το χορό, την ιππασία, την ξιφασκία και το κυνήγι.

Ο γάμος της με τον Όθωνα, Βασιλιά της Ελλάδας, τελέστηκε στην πατρίδα της το Ολδεμβούργο στις 10 Νοεμβρίου 1836 και το ζευγάρι έφτασε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 1837.
Η Αμαλία έλαβε το όνομα "Αμαλία, Βασίλισσα της Ελλάδος", που διατήρησε μέχρι το 1862.
Με τον ερχομό της στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην οικία Αφθονίδη προ του κήπου Κλαυθμώνος, που γρήγορα είχε διασκευαστεί σε πρώτο ανάκτορο.
Εκεί δέχθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1837 για πρώτη φορά την αθηναϊκή κοινωνία με διερμηνέα τον Αλέξανδρο Ραγκαβή.
Η επίσημη όμως υποδοχή της από τον ελληνικό λαό με αποθεωτικές εκδηλώσεις έγινε στις 25 Μαρτίου του 1837, όπου και εμφανίσθηκε δημόσια στο πλευρό του Βασιλιά.

Τον επόμενο χρόνο με διάταγμα του Όθωνα η ημερομηνία αυτή ορίσθηκε ως πρώτη εθνική επέτειος συνδυαζόμενη πρώτιστα με τον εορτασμό της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Αμέσως η νεαρή Βασίλισσα με την έμφυτη ορμητικότητά της επιδόθηκε στη συμφιλίωση των διαφόρων μερίδων (φατριών) της αθηναϊκής κοινωνίας προσπαθώντας να συγκροτήσει τη νέα ελληνική αριστοκρατία.

Στη τότε Αθήνα τρεις ήταν οι μεγάλες φατρίες που δέσποζαν οι Φαναριώτες, ως παλαιά βυζαντινή αριστοκρατία, οι "Αγωνιστές" στους οποίους η Ελλάδα όφειλε την ανεξαρτησία της, που τους αντιμάχονταν οι προηγούμενοι, και οι "Επήλυδες" αυτοί που συγκέντρωναν τον πλούτο και που συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα ακόμη εντονότερα.
Η προσπάθειά της όμως αυτή απέτυχε εξ ολοκλήρου, λόγω των ανόμοιων στοιχείων αυτών των φατριών.

Δυστυχώς η Αμαλία με τη συνήθη ειλικρίνειά της δεν κατόρθωσε να κρύψει τον θαυμασμό που έτρεφε προς τους Αγωνιστές, με συνέπεια να εντείνει αντιζηλίες και να δημιουργήσει εχθρούς στις άλλες δυο παρατάξεις που δεν άργησαν να εκδηλωθούν.
Παράλληλα, η βασίλισσα Αμαλία άρχισε να παρουσιάζει έντονη δράση καλλωπισμού της πόλης των Αθηνών, με δημιουργία κήπων, πλούσιας δενδροφύτευσης δρόμων, καθώς και έντονη φιλανθρωπική δράση, κυριότερα δείγματα των οποίων ήταν: οι Βασιλικοί Κήποι της Αθήνας, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, ο Πύργος της Βασιλίσσης, η πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής και σε όλη την Ευρώπη ίδρυση ασφαλιστικού φορέα για τους ναυτικούς, το γνωστό Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο κ.ά., καθιερώνοντας ακόμα και επίσημη γυναικεία ενδυμασία ανακτόρων, φολκλορική φορεσιά της ελληνικής υπαίθρου, ένα πρωτόγνωρο μέτρο στις τότε βασιλικές Αυλές της Ευρώπης.

Η Αμαλία ενδιαφέρθηκε έντονα για τη γεωργία και τη δενδροκηποκομία και προώθησε την αμπελοκαλλιέργεια.
Η γεωργική παραγωγή της Ελλάδας ήταν ανεπαρκής για να τροφοδοτήσει ολόκληρη τη χώρα.
Ένα μεγάλο μέρος των πιο εύφορων εδαφών που καλλιεργούνταν από τους Έλληνες αγρότες ήταν ακόμα υπό οθωμανικό έλεγχο (τα γνωστά τσιφλίκια), και σε μοναστηριακά (τα γνωστά βακούφια και μετόχια), πολλά από τα οποία υφίστανται μέχρι και σήμερα.

Υπό την καθοδήγηση της Βασίλισσας, οι Βασιλικοί Κήποι δημιουργήθηκαν ακριβώς πίσω από το Νέο Παλάτι που χτίστηκε το 1838.
Οι κήποι σχεδιάστηκαν το 1839, και πάνω από 500 είδη φυτών παραγγέλθηκαν από όλο τον κόσμο.
Δυστυχώς, το κλίμα στην Αθήνα αποδείχθηκε πάρα πολύ σκληρό για πολλές ποικιλίες φυτών αν και κάποιες, πολύ λίγες, παραμένουν μέχρι και σήμερα.

Εργάστηκε ενεργά προς την κοινωνική βελτίωση και τη δημιουργία των κήπων στην Αθήνα, και κέρδισε καταρχάς τις καρδιές των Ελλήνων με την ομορφιά της.

Όταν έφθασε στην Ελλάδα ως σύζυγος του Βασιλιά το 1837, άσκησε άμεση επίδραση στην κοινωνική ζωή και τη μόδα.
Κατάλαβε από νωρίς ότι η ενδυμασία της οφείλει να μιμηθεί αυτή των νέων υπηκόων της, και έτσι δημιούργησε ένα ρομαντικό αυλικό ένδυμα, το οποίο έγινε το εθνικό γυναικείο ένδυμα, γνωστό ως Αμαλία.
Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βασικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα.

Δεδομένου ότι ο Όθων και οι Βαυαροί σύμβουλοί του επενέβαιναν στις πολιτικές υποθέσεις, όπου διέβλεπαν εκτροπές, αλλά και από το γεγονός της ατεκνίας, ο Όθων είχε διορίσει την Αμαλία αντιβασιλέα με εύλογη συνέπεια να ασχολείται και αυτή, επίσης.
Εκ του γεγονότος αυτού έγινε πολλές φορές στόχος σκληρών και άδικων επιθέσεων και η εικόνα της υπέφερε περαιτέρω με το πρόσχημα της ατεκνίας για την οποία την διέβαλαν πρώτιστα οι "καλοκάγαθοι" πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο θέμα της θρησκείας παρέμεινε πιστή Προτεστάντισσα, σε μια σχεδόν ολοκληρωτικά ορθόδοξη χώρα, σε όλη τη βασιλεία της και μέχρι τον θάνατό της.

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1861, ένας πανεπιστημιακός φοιτητής "μισογύνης" όπως αποδείχθηκε, ονόματι Αριστείδης Δόσιος αποπειράθηκε να δολοφονήσει την Αμαλία, γενόμενος όμως αντιληπτός από την ίδια, έστρεψε το άλογό της εναντίον του, με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί και να αστοχήσει.
Στη συνέχεια, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η Βασίλισσα, όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε οργάνωση, επενέβη, και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια, όπου κλείσθηκε στις τότε φυλακές του Μεντρεσέ της Αθήνας για έναν μόνο χρόνο.

Χαιρετήθηκε ως ήρωας για την προσπάθειά του από ορισμένες φατρίες, πλην όμως, η απόπειρα αυτή προκάλεσε τα αυθόρμητα συναισθήματα συμπόνιας προς το βασιλικό ζεύγος, μεταξύ του λαού, με διάφορες εκδηλώσεις χαράς.

Ακριβώς έναν χρόνο αργότερα, ενώ το βασιλικό ζεύγος ήταν σε μια επίσκεψη στην Πελοπόννησο, μια εξέγερση πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που είχαν υποστηρίξει τον Όθωνα, τον συμβούλευσαν να μην αντισταθεί και έτσι η βασιλεία Όθωνα και Αμαλίας πήρε τέλος.
Αποχώρησαν από την Ελλάδα με το βρετανικό πολεμικό πλοίο Σκύλα, έχοντας πάρει μαζί τους τα ελληνικά βασιλικά εμβλήματα.
Τα εμβλήματα αυτά θα επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά από 100 χρόνια περίπου.

Ο Όθων και η Αμαλία πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους στη εξορία στην πατρίδα του Όθωνα, τη Βαυαρία.
Έγιναν δεκτοί στη βαυαρική Αυλή από τον αδελφό του Όθωνα, βασιλιά Μαξιμιλιανό, αλλά σύντομα οι σχέσεις της βασιλικής οικογένειας με την Αμαλία επιδεινώθηκαν, καθώς την κατηγόρησαν ότι υπονόμευσε τον Όθωνα υπέρ της ανόδου του αδελφού της, Έλιμαρ, στον ελληνικό θρόνο.

Τελικά, το ζεύγος έλαβε επίδομα και την άδεια να μετακομίσει στη Νέα Κατοικία (Neue Residenz) στη Βαμβέργη.
Εκεί, συνέστησαν μια μικρή Αυλή από πιστούς ακόλουθους που δεν τους εγκατέλειψαν μετά την εκθρόνιση.
Διατήρησαν την ελληνική ενδυμασία των ανακτόρων και αποφάσισαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα κάθε ημέρα, μεταξύ 6 και 8 το απόγευμα, για να θυμούνται τα χρόνια τους στην Ελλάδα.

Η Αμαλία πέθανε στις 20 Μαΐου 1875 σε ηλικία 56 ετών από αποπληξία στη Βαμβέργη και ενταφιάστηκε στο Ναό των Θεατίνων στο Μόναχο, δίπλα στον αγαπημένο της σύζυγο, ο οποίος είχε αποβιώσει το 1867 σε ηλικία 52 ετών.
 

ΕΦΥΓΑΝ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 20 ΜΑΪΟΥ
ΕΦΥΓΑΝ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 20 ΜΑΪΟΥ

ΣΟΛΩΝ ΒΕΡΑΣ

Ο Σόλων Βέρας  ήταν Έλληνας ιατρός και καθηγητής πανεπιστημίου.

Γεννήθηκε το 1887 στην Σμύρνη και σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Λυών, της Λιλ και του Παρισιού όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας το 1908.

Με το πέρας των σπουδών του εργάστηκε στην παιδιατρική κλινική του «Γαλλικού Νοσοκομείου», στην Πολυκλινική Αθηνών, ενώ επίσης δίδαξε Υγιεινή στο Ιταλικό Γυμνάσιο Αθηνών.
Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βέρας προσέφερε τις υπηρεσίες του στο μέτωπο του πολέμου ως ιατρός.
Το 1938 και το 1939 διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας, ενώ από το 1938 έως το 1942 υγειονομικός επιθεωρητής του Πατριωτικού Ιδρύματος Προστασίας του Παιδιού.

Το 1942, με την δημιουργία της έδρας, εξελέγη καθηγητής παιδιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο το 1945, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Απελευθέρωση της Ελλάδας, η Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ διαλύθηκε, παύοντας όλους τους καθηγητές από τα καθήκοντα τους.
Όταν επανιδρύθηκε εξελέγησαν μόνον 11 καθηγητές και σε αυτούς δεν βρισκόταν ο Βέρας.
Έγινε εκλογή για την πλήρωση της θέσης αυτής, χωρίς όμως επιτυχία και έτσι ο διευθυντής της κλινικής Κάρολος Αλεξανδρίδης την ανέλαβε.
Ο Βέρας προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά εν τω μεταξύ η Ιατρική Σχολή είχε κρίνει νομότυπη την διαδικασία μετά από απόφασή της τον Απρίλιο του 1946.
Στην συνεδρίαση αυτή μάλιστα διατυπώθηκαν κατηγορίες εις βάρος του Βέρα, αναφορικά με τα εθνικά του αισθήματα, αναγκάζοντάς τον να προσκομίσει δικαιολογητικά για να πείσει τους καθηγητές-εκλέκτορες της Ιατρικής Σχολής. Πιθανώς ο λόγος που οδήγησε την κατάσταση στο σημείο αυτό ήταν η απόκτηση εκ μέρους του Βέρα της ιταλικής ιθαγένειας από τον πατέρα του κατά την διάρκεια των τουρκικών διωγμών κατά τον Ελλήνων, ενόσω βρισκόταν στην Σμύρνη, ωστόσο είχε αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα το 1939, μετά από αίτηση του.
Μάλιστα κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου συνελήφθη και φυλακίστηκε από τις ελληνικές αρχές σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άργος, αποφυλακίστηκε όμως σε σύντομο διάστημα, μιας και δεν προέκυψαν κατηγορίες εναντίον του.
Μετά από όλα αυτά ο Βέρας δικαιώθηκε το 1947 και επέστρεψε στην θέση του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μένοντας εκεί μέχρι το 1957 όταν συνταξιοδοτήθηκε.

Ο Σόλων Βέρας ήταν διευθυντής της πρώτης Παιδιατρικής Κλινικής, η οποία λειτούργησε αρχικά στο Θεαγένειο Νοσοκομείο και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ.
Μεταξύ 1952 και 1953 διετέλεσε κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ από το 1954 άρχισε να διδάσκει Παιδολογία και Σχολική Υγιεινή.
Το 1956 διορίστηκε στην Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα από το 1953 έως το 1959 εκπροσωπούσε το ΑΠΘ ως μέλος στο συμβούλιο του «Εθνικού Παπάφειου Ορφανοτροφείου».

Στην πορεία του βίου του τιμήθηκε με αρκετά μετάλλια και παράσημα, όπως ο Ταξίαρχος του Φοίνικος, Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος, Χρυσούς Σταυρός της Λεγεώνας της Τιμής (Γαλλία), Χρυσές Δάφνες της Ακαδημίας, Ταξίαρχος του Δανίλου (Μαυροβούνιο), Χρυσούς Σταυρός του Στέμματος της Ιταλίας και άλλα.

Πέθανε στις 20 Μαΐου του 1974 στην Αθήνα.
 

ΕΦΥΓΑΝ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 20 ΜΑΪΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΝΤΟΣ

Ο Γιώργος «Γιώργης» Σιάντος  (ψευδώνυμα: Γέρος, Σαγκαρινός, Θείος) υπήρξε κορυφαίο στέλεχος του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, καθοδηγητής του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ, που σφράγισε με τη δράση του την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και των Δεκεμβριανών που ακολούθησαν στη συνέχεια, χρηματίζοντας γραμματέας του ΚΚΕ από το 1941 μέχρι το 1944 και έχοντας την κυριότερη ευθύνη για την πολιτική του κόμματος της περιόδου αυτής.

Ο Σιάντος γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1890 και καταγόταν από φτωχή οικογένεια.

Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο, σε ηλικία 13 ετών ξεκίνησε να εργάζεται ως καπνεργάτης.
Στη δεκαετία από το 1911 ως το 1920 υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
 Στο ενδιάμεσο, το 1916, συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη.
Μετά την απόλυσή του από το στρατό εντάχθηκε στο ΣΕΚΕ, που αργότερα μετονομάστηκε ΚΚΕ.
Αναμείχθηκε ενεργά στο συνδικαλιστικό κίνημα και εξελέγη Γραμματέας της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας της Ελλάδας.

Το 1927 στο 3ο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ ο Σιάντος εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια, συμμετείχε ενεργά στη λεγόμενη φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές που ξέσπασε στους κόλπους του ΚΚΕ, συγκροτώντας την αριστερή τάση του Κόμματος με τους συνδικαλιστές Κώστα Θέο, Μήτσο Παπαρήγα και Διονύση Πυλιώτη.
Την περίοδο 1929-31 η ομάδα των συνδικαλιστών Σιάντου-Θέου ήρθε σε σφοδρή σύγκρουση με την ομάδα του τότε Γενικού Γραμματέα του κόμματος Ανδρόνικου Χαϊτά, Ευτυχιάδη και Κολοζώφ, οδηγώντας το κόμμα στα πρόθυρα της διάλυσης.

Το Σεπτέμβριο του 1930 όταν ο Χαϊτάς φυλακίστηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου, ο Σιάντος ανέλαβε Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Τελικά η σύγκρουση αυτή διακόπηκε ύστερα από παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την ανάθεση της θέσης του Γενικού Γραμματέα στο Νίκο Ζαχαριάδη το 1931.
Το 1934 εκλέχθηκε Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Πειραιά του ΚΚΕ, ενώ το 1936 εκλέχθηκε βουλευτής Τρικάλων με το Παλλαϊκό Μέτωπο.

Λίγους μήνες μετά την εκλογή του Σιάντου στο κοινοβούλιο, επιβλήθηκε η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου υπό τον Ιωάννη Μεταξά.
Ο Μεταξάς με πρόφαση τον "κομμουνιστικό κίνδυνο" εγκαθίδρυσε ένα αυταρχικό καθεστώς φασιστικού τύπου, που εξαπέλυσε μια αδυσώπητη αντικομμουνιστική εκστρατεία, στηριζόμενος στον Ιδιώνυμο νόμο που είχε θέσει σε ισχύ το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος για την καταστολή συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών, συλλαμβάνοντας πολλά μέλη του ΚΚΕ που τελούσε πλέον εκτός νόμου.
Ο Σιάντος συνελήφθη και εξορίστηκε στην Ανάφη, από όπου δραπέτευσε το 1937.

Τον Απρίλιο του 1938, μετά τη σύλληψη της τριμελούς Γραμματείας (Νεφελούδης-Παρτσαλίδης-Σκλάβαινας) που είχε την καθοδήγηση του ΚΚΕ, ο Σιάντος ηγήθηκε της διαδικασίας ανασυγκρότησης του ανώτατου καθοδηγητικού οργάνου του κόμματος, της λεγόμενης Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής (ΠΚΕ), μαζί με το Νίκο Πλουμπίδη.

Ωστόσο, ο Σιάντος δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη δεύτερη σύλληψη το Νοέμβρη του 1939 και τη φυλάκισή του στις φυλακές της Κέρκυρας στην Ακτίνα Θ', μαζί με το Ζαχαριάδη.
Το Σεπτέμβρη του 1941, όταν απέδρασε, η Ελλάδα βρισκόταν ήδη υπό γερμανο-ιταλική Κατοχή.

Ο Σιάντος αμέσως μετά τη δραπέτευσή του και μετά τη διάλυση της καχυποψίας των συντρόφων του χάρη στις διαβεβαιώσεις του ακροναυπλιώτη Γιάννη Ιωαννίδη, ανέλαβε την ηγεσία του ανασυγκροτημένου ΚΚΕ στα τέλη του 1941, καθώς ο γραμματέας του Ν. Ζαχαριάδης είχε παραδοθεί από το μεταξικό καθεστώς στους Γερμανούς και είχε μεταφερθεί αιχμάλωτος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου στη Γερμανία.
Ο Σιάντος αντικατέστησε τον γ.γ, του ΚΚΕ Ανδρέα Τσίπα και κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει το κόμμα, ενώ παράλληλα συμμετείχε στην οργάνωση του ΕΑΜ. Από τα μέσα του 1942 ο Σιάντος μαζί με τον Γιάννη Ιωαννίδη θα αποτελέσουν το ηγετικό δίδυμο του ΚΚΕ που θα το καθοδηγήσουν μέχρι την επιστροφή του Ζαχαριάδη από το Νταχάου, τον Μάιο του 1945.

Τον Μάιο του 1943 ο Σιάντος συναντήθηκε με τον Γεώργιο Παπανδρέου (ο οποίος είχε αποφυλακιστεί από τις φυλακές Αβέρωφ με παρέμβαση του φίλου του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού) και του πρότεινε να αναλάβει την ηγεσία του ΕΑΜ.
Ο Παπανδρέου αρνήθηκε, εκτιμώντας ότι θα βρισκόταν υπό τον ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο του ΚΚΕ.

Το Μάρτιο του 1944 πρωταγωνίστησε στη συγκρότηση της ΠΕΕΑ στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας, στην πρώτη προσωρινή διοίκηση της οποίας ανέλαβε Γραμματέας Εσωτερικών και Επισιτισμού της Ελεύθερης Ελλάδας.
Κατά το σχηματισμό της τελικής σύνθεσης της Επιτροπής διατήρησε τη θέση του Γραμματέα Εσωτερικών.

Παρά τις αρχικές και έντονες αμφιβολίες του για τη Συμφωνία του Λιβάνου προκαλώντας ουσιαστικά την Πολιτική κρίση Καΐρου (1944), τελικά υπό τις συστάσεις και Ρώσων επιτετραμμένων, στις 15 Αυγούστου του 1944, αποδέχθηκε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γ. Παπανδρέου, καθώς και στη συνέχεια και τους όρους της Συμφωνίας της Καζέρτας που ακολούθησε.

Μετά την Απελευθέρωση ο Σιάντος εξέφρασε τη διαφωνία του απέναντι στη θέση της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου για διάλυση των ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ χωρίς την παράλληλη διάλυση της 3ης Ορεινής ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, καθώς διέβλεπε μια βίαιη αντιεαμική στάση σε συνδυασμό με αμνηστία στους δοσίλογους πρώην συνεργάτες των Γερμανών.

Μετά την παραίτηση των υπουργών του ΕΑΜ από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, το ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου διοργάνωσε διαδήλωση κατά της κυβέρνησης και στις 4 Δεκεμβρίου απεργία.
Η μαζικότητα της διαδήλωσης κινήθηκε μεταξύ 100.000 και 500.000 διαδηλωτών, χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος αριθμός από την ιστοριογραφία.
Η διαδήλωση χτυπήθηκε βίαια από τις αρχές ασφαλείας υπό τον Άγγελο Έβερτ διοικητή της Αστυνομίας Πόλεων και υπήρξαν 33 δολοφονηθέντες διαδηλωτές και εκατοντάδες τραυματίες.
Την επόμενη μέρα, 4 Δεκεμβρίου, η απεργία που είχε προκηρύξει το ΕΑΜ είχε καθολική συμμετοχή.
Δεν λειτούργησε καμία δημόσια υπηρεσία, ούτε ιδιωτική επιχείρηση και με αφορμή την κηδεία των διαδηλωτών έγινε νέα μεγάλη πορεία από τη Μητρόπολη μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο με κεντρικό σύνθημα:

"Όταν ο Λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα".

Η νέα πορεία διαλύθηκε και αυτή με νέες δολοφονίες διαδηλωτών από την αστυνομία, αλλά και από ταγματασφαλίτες που διέμεναν σε ξενοδοχεία γύρω από την Ομόνοια.
Ακολούθησαν για 33 μέρες οι μάχες στην Αθήνα και τον Πειραιά, τα λεγόμενα Δεκεμβριανά, με ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Ο Σιάντος και η ηγεσία του ΚΚΕ δεν κατάφεραν να διαχειριστούν το βάρος της ένοπλης σύγκρουσης ή το κράτησαν σκόπιμα υπό συνθήκες ένοπλης αντίστασης δίχως να επιτρέψουν την γενίκευση των συγκρούσεων όπως επιθυμούσε το Γ.Σ του ΕΛΑΣ με τους Βελουχιώτη, Σαράφη και Μακρίδη.
Επιπλέον, μετά τη λήξη της σύγκρουσης ο Σιάντος ήταν συγκαταβατικός ως προς τη Συνθήκη της Βάρκιζας και ήταν ένα από τα 3 μέλη της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ που την υπέγραψαν, μαζί με τον Μήτσο Παρτσαλίδη και τον Ηλία Τσιριμώκο.

Αποτέλεσμα και της Συνθήκης της Βάρκιζας και της ενδοτικότητας της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν το βίαιο ξέσπασμα της Λευκής Τρομοκρατίας από κρατικά όργανα και δεξιές ένοπλες οργανώσεις κατά του εαμικού κόσμου. Ο Σιάντος χρεώθηκε την αποτυχία των πολιτικών χειρισμών από την πλευρά του ΕΑΜ-ΚΚΕ.

Η επιστροφή του Νίκου Ζαχαριάδη στην Ελλάδα τον Μάη του 1945, έριξε σταδιακά σε δυσμένεια τον, άρρωστο πλέον, Σιάντο.

Στις 20 Μαΐου 1947 ο Σιάντος πέθανε στην Αθήνα από ανακοπή καρδιάς στη κλινική του Πέτρου Κόκκαλη.

Η κηδεία του παρά ταύτα στάθηκε αφορμή να ξεσπάσει μια τελευταία μαζική διαδήλωση του Εαμικού κόσμου, ο οποίος δήλωσε τη διαφωνία του με το νέο καθεστώς διώξεων που κυριαρχούσε.
Ο Σιάντος ήταν παντρεμένος με το μέλος του ΚΚΕ Βαγγελιώ Σιάντου, χωρίς να αποκτήσουν ποτέ παιδιά.
 

ΕΦΥΓΑΝ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 20 ΜΑΪΟΥ

ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, κατά κόσμον Δημήτριος Παπανδρέου, υπήρξε κορυφαία εκκλησιαστική και πολιτική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας.

Γεννήθηκε στο χωριό Δορβιτσιά (ορεινή Ναυπακτία) στις 3 Μαρτίου του 1891, στο δημοτικό σχολείο της οποίας έλαβε και την πρώτη εκπαίδευση και στη συνέχεια στο σχολείο του Πλατάνου.

Αν και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή, κατάφερε να φοιτήσει στο Γυμνάσιο Καρδίτσας με τη συνδρομή του θείου του, Ηγουμένου της Ι. Μονής Κορώνης, Χριστόφορου Παπανδρέου.
Στα 1908 κατέβηκε στην Αθήνα, όπου και εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ταυτόχρονα στη Νομική, λαμβάνοντας πτυχίο και από τις δύο σχολές.
Στρατολογήθηκε στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και 1913.
Υπηρέτησε στο τάγμα Ευζώνων που εισήλθε από τα πρώτα στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη το 1912.

Το 1917 χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός.
Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ως Αρχιμανδρίτης πλέον ανέλαβε την ηγουμενία της Ι. Μονής Κορώνης.
Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος Μεταξάκης, αξιολογώντας τις δυνατότητές του, τον κάλεσε στην Αθήνα ως διευθυντή των γραφείων της Ι. Αρχιεπισκοπής και αλληλοδιαδόχως Ηγούμενο των Μονών Πεντέλης και Πετράκη.

Στα 1918 του ανατίθεται η μελέτη και η σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το άρθρο 68 της Συνθήκη του Βερολίνου (1878), ο οποίος θα όριζε τη σχέση της μοναχικής πολιτείας με το ελληνικό κράτος. Αποτέλεσμα της εργασίας αυτής του Δαμασκηνού υπήρξε η εξασφάλιση της ελληνικότητας των Μονών έναντι των επ’ αυτών διεκδικήσεων άλλων ορθόδοξων κρατών.
Με την επιστροφή του από το Άγιο Όρος, την εποχή εκείνη ηγείται επί μία τριετία της Παγκληρικής Ενώσεως, ενός οργανισμού που σκοπό του είχε την εξύψωση του μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων κληρικών.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τον εκλέγει το 1921, σε ηλικία 31 ετών, Μητροπολίτη Κορινθίας.
Στην εκλογή Αρχιεπισκόπου Αθηνών το επόμενο έτος βρίσκεται ανάμεσα στους υποστηρικτές του Χρυσόστομου Παπαδόπουλου.
Οι μεγάλες ποιμαντικές και οργανωτικές του ικανότητες σε συνδυασμό με την έντονη και πολυσχιδή προσωπικότητά του τον καθιστούν ευρύτερα γνωστό στην Ελλάδα.
Ο σεισμός της Κορίνθου στις 22 Απριλίου του 1928 γίνεται εφαλτήριο ώστε να φανεί η βαθιά μέριμνα του Δαμασκηνού για το ποίμνιό του.
Ξεκινά προσπάθεια για την επαναστέγαση των σεισμοπλήκτων και την αποκατάσταση των ζημιών.
Για το σκοπό αυτό μεταβαίνει στις Η.Π.Α. τον Οκτώβριο του 1928 προκειμένου να συλλέξει πόρους από τους εκεί ομογενείς που πράγματι είχε πολύ αποδοτική απήχηση μεταξύ των αποδήμων Ελλήνων.
Αντιπαρερχόμενος όμως κάποια προβλήματα άρνησης βοήθειας επειδή στην Ελλάδα πρωθυπουργός ήταν ο Βενιζέλος κατάφερε να συγκεντρώσει χρήματα για την ανοικοδόμηση και βοήθεια παθόντων της Κορίνθου, του Λουτρακίου και των πέριξ περιοχών.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επωφελούμενο της παρουσίας και παραμονής του Δαμασκηνού στην Αμερική υπό τον Πατριάρχη Φώτιο Β΄ τον διόρισε έξαρχό του, με την εντολή όπως επιδιώξει την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά πράγματα των Ελλήνων ορθοδόξων.
Έτσι, η παρουσία και η δράση του Δαμασκηνού καταφέρνουν να εξομαλύνουν σταδιακά τα πράγματα, του ανατίθεται η οικονομική επιτροπεία της Αρχιεπισκοπής και με δική του πρόταση εκλέγεται από την ενδημούσα Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Κερκύρας και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, οι δε μέχρι τότε διαφωνούντες Έλληνες επίσκοποι Αμερικής δέχθηκαν τελικά τη μετακίνηση και τοποθέτησή τους σε επισκοπικές έδρες της Ελεύθερης Ελλάδος.

Με πρωτοβουλία του ανεγέρθηκαν στην Κόρινθο ο ναός του Αποστόλου Παύλου, η Εκκλησιαστική Σχολή (Ιεροδιδασκαλείο), λαϊκό ιατρείο, νυκτερινή σχολή και αίθουσα διαλέξεων.

Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Απριλίου του 1938 διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας έχοντας ως ανθυποψήφιο το Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη, ιεράρχη με έντονη πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα για τον ελληνισμό του Ευξείνου Πόντου και της ευρύτερης Μικράς Ασίας κατά την περίοδο 1917 – 1923 και ακαδημαϊκό.
Το Σ.τ.Ε., υπό την ισχυρή επιρροή της δικτατορίας, αποφάσισε οριακά, με 8 έναντι 7 ψήφων, την αποδοχή της προσφυγής των ιεραρχών και ακύρωσε την εκλογή Δαμασκηνού παρά την ένσταση άλλων 32 Μητροπολιτών.
Μετά την απόφαση αυτή, το καθεστώς δημοσιεύει τον ειδικό αναγκαστικό νόμο 1493 της 3 Δεκεμβρίου 1938 διορίζοντας Αριστίνδην Σύνοδο, με Μητροπολίτες προσκείμενους σε αυτό, η οποία ακυρώνει και εκκλησιαστικά την εκλογή Δαμασκηνού και εκλέγει Αρχιεπίσκοπο το Χρύσανθο.
Ο Δαμασκηνός περιορίζεται, φρουρούμενος από τη Χωροφυλακή, στην Ι. Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, όπου παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μεταξά και του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Στις 27 Απριλίου του 1941 εισβάλουν τα ναζιστικά στρατεύματα στην Αθήνα και εγκαθιδρύουν κυβέρνηση δωσιλόγων υπό το στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κυβέρνηση και με αφορμή τον τρόπο εκλογής του συγκαλείται στις 2 Ιουλίου του 1941, βάσει του Νομικού Διατάγματος της 17ης Ιουνίου 1941, Μείζων Σύνοδος από 23 αρχιερείς, που ακυρώνει τις πράξεις της Αριστίνδην Συνόδου και εναποδεικνύει ως Αρχιεπίσκοπο το Δαμασκηνό.
Στις 5 Ιουλίου εκδίδεται απόφαση της κυβέρνησης που αναγνωρίζει την εκλογή του.

Στην όλη διαδικασία της απόδοσης στο Δαμασκηνό του θρόνου των Αθηνών σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει ο φίλος του καθηγητής και ακαδημαϊκός Νικόλαος Λούβαρις, (Υπουργός Παιδείας επί Ι. Μεταξά και Ι. Ράλλη) ο οποίος φέρεται να συνέταξε έκθεση προς τις γερμανικές αρχές Κατοχής για αυτό το σκοπό.

Η δράση του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού την περίοδο της Κατοχής χαρακτηρίζεται από τολμηρές πρωτοβουλίες και αγωνιώδες ποιμαντικό ενδιαφέρον για τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό.
Ενόψει του επαπειλούμενου λιμού, καταβάλει προσπάθειες για την αξιοποίηση δύο ανεκτέλεστων, λόγω του πολέμου, συμβάσεων που είχε συνάψει η κυβέρνηση Μεταξά με άλλα κράτη, την αγορά, δηλαδή, 370.000 τόνων σταριού από την Αυστραλία και την πίστωση της Τουρκίας με 600.000 τουρκικές λίρες για αγορά τροφίμων.
Οι προσπάθειές του, όμως, προσκρούουν στην άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να επιτρέψει τον ανεφοδιασμό της κατεχόμενης Ελλάδος εξ αιτίας των πολεμικών συγκρούσεων, ενώ η σύμβαση με την Τουρκία επιφέρει ποσότητα τροφίμων, που καλύπτει ελάχιστα τις ανάγκες επισιτισμού.

Στη συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος οργανώνει τον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) με παραρτήματα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και επίγνοια την προώθηση τροφίμων.
Η μέριμνά του για τη διάσωση των Ιουδαίων στο θρήσκευμα Ελλήνων πολιτών και των Ρομά, οι οποίοι από το 1943 άρχισαν μαζικά να οδηγούνται σε στρατόπεδα εξολόθρευσης, είναι από τις μεγαλύτερες στιγμές του και για τη δράση του αυτή τιμήθηκε αργότερα από την Ισραηλιτική κοινότητα.
Κατ’ εντολή του εκδίδονταν πιστοποιητικά βαπτίσεως για τους Εβραίους ώστε να εμφανίζονται ως Χριστιανοί και να αποφεύγεται η σύλληψη και απέλασή τους. Επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε στους Γερμανούς ανώτερους διοικητές για τη συνεχιζόμενη πρακτική της δολοφονίας Εβραίων.
Για τη δράση του αυτή και τη συμβολή του στη διάσωση εκατοντάδων Ελλήνων Εβραίων τιμήθηκε από το ίδρυμα Γιαντ Βασσέμ με τον τίτλο του Δίκαιου των Εθνών.

Υπήρξε ο ιθύνων νους της μαζικής απεργίας της 7ης Σεπτεμβρίου 1942 αποτέλεσμα της οποίας ήταν να μην αποσταλεί κανένας Έλληνας επίστρατος στο ρωσικό μέτωπο κατά τη στρατιωτική επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα.

Αντιτάχθηκε στην απόφαση της Γερμανίας να κάνει πολιτική επιστράτευση Ελλήνων με σκοπό να εργαστούν στη Γερμανία (Φεβρουάριος – Μάρτιος 1943). Μάλιστα μετέβη ο ίδιος στο γραφείο του Άλτενμπουργκ (πληρεξούσιου του Γ Ράιχ στην Ελλάδα) - μαζί με τον καθηγητή Ι. Γεωργάκη ως διερμηνέα - και δήλωσε πως εάν δεν ματαιωνόταν η απόφαση πολιτικής επιστράτευσης οι καμπάνες όλων των εκκλησιών θα χτυπούσαν ώσπου να πέσει και ο τελευταίος που θα είναι σε θέση να τραβάει τα σχοινιά, δήλωση που θορύβησε τον Άλτενμπουργκ και συνέβαλε στην ακύρωση της απόφασης.
Μάλιστα, οι διαπραγματεύσεις κράτησαν μια ολόκληρη ημέρα.
Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ζητούσαν ανταλλάγματα, μεταξύ των οποίων ήταν η αποκήρυξη της αντίστασης ή του κομμουνισμού.
Ο Δαμασκηνός αρνήθηκε λέγοντας «αυτούς που θέλουν την ελευθερία του τόπου τους δεν τους ξεχωρίζω σε καλούς και κακούς. Προσεύχομαι για όλους».

Όταν οι δυνάμεις κατοχής αποφάσισαν να εκτελέσουν 50 Έλληνες ως αντίποινα για σαμποτάζ, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός μετέβη αυτοπροσώπως στο γραφείο του ανώτατου Γερμανού στρατιωτικού διοικητή, ο οποίος όμως αρνήθηκε να τον δεχθεί.
Παρά την άρνηση του Διοικητή να τον δεχθεί ο Αρχιεπίσκοπος έμεινε στο κτίριο αναμένοντάς τον. Τ
ελικώς μετά από επιμονή εισήλθε στο γραφείο όπου μετά από συζήτηση, ο διοικητής ανακάλεσε την απόφαση εκτέλεσης.

Η όλη του πρακτική εξοργίζει τους κατακτητές και τον θέτουν σε κατ’ οίκον περιορισμό τον Μάιο του 1944, ενώ γίνονται και σκέψεις για μεταγωγή του σε στρατόπεδο της Γερμανίας.

Η απελευθέρωση βρίσκει τη χώρα σε άθλια κατάσταση οικονομικά και επισιστικά, και σε διαπάλη για την αναπλήρωη του κενού εξουσίας των Γερμανών.
Κατά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων ο στρατηγός Φέλμι του ζητά να μεσολαβήσει στο βρετανικό στρατηγείο και την ηγεσία των ανταρτών, ώστε να επιδείξουν ανοχή έναντι των υποχωρούντων Γερμανών.
Όσο αφορά το πολιτειακό ήδη είχαν γίνει συνομιλίες μεταξύ των πολιτικών των αστικών κομμάτων, που συμπερασματικά είχαν καταλήξει στην ανάγκη μη επανόδου του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ χωρίς την πρότερη διενέργεια δημοψηφίσματος.

Η λύση της Αντιβασιλείας Δαμασκηνού εμφανίζεται ως η πλέον ενδεδειγμένη λόγω της λαϊκής αποδοχής του για τη στάση του στη διάρκεια της Κατοχής, προσκρούει όμως στην αρχική άρνηση του Γεωργίου, ο οποίος αποκρούει τη σχετική πρόταση του Εμμανουήλ Τσουδερού.
Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 αναγκάζουν τον Γεώργιο να παραχωρήσει την Αντιβασιλεία και ο Δαμασκηνός αναλαμβάνει Αντιβασιλιάς στις 31 Δεκεμβρίου 1944.

Το πολιτικό σκηνικό είναι ταραγμένο και ο Δαμασκηνός προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε αντίπαλες δυνάμεις, που μάχονται για την επικράτησή τους και τον υπονομεύουν στο έργο του.
Η αγγλική ηγεσία με τον Τσώρτσιλ Πρωθυπουργό τον εμπιστεύεται και αποτελεί προνομιακό συνομιλητή της.
Ο ίδιος ο Βρετανός Πρωθυπουργός επισκεπτόμενος την Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944 έχει μακρά συνεργασία και συσκέψεις μαζί του.
Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945 ανανεώνει τις ελπίδες όλων για δίκαιη διευθέτηση των πολιτικών ζητημάτων, αμέσως όμως αρχίζουν να καταστρατηγούνται οι όροι της.

Στις 15 Μαΐου 1945 ο Δαμασκηνός φτάνει στη Ρόδο με το καταδρομικό "Αβέρωφ" ως ο πρώτος Έλληνας αρχηγός που επισκέπτεται τα ελεύθερα Δωδεκάνησα.
Ο πληθυσμός, μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού, υποδέχεται τον Έλληνα Αντιβασιλέα, εκπρόσωπο της ελληνικής πατρίδας, θεωρώντας τον ως τον προπομπό και προάγγελο της οριστικής ένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.

Ο Δαμασκηνός, μαζί με το διευθυντή του Πολιτικού του Γραφείου, διπλωμάτη και ποιητή Γιώργο Σεφέρη, μεταβαίνει στο Λονδίνο από τις 6 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1945 για συνομιλίες με τη νέα βρετανική κυβέρνηση του Κλήμεντ Άτλη.
Εκεί καταθέτει επίσημο αίτημα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και συναντάται στις 13 Σεπτεμβρίου με το Γεώργιο, στον οποίο προτείνει την αναβολή του δημοψηφίσματος, κάτι που επιθυμούν και οι Βρετανοί συνομιλητές του.
Οι ήδη ψυχρές και καχύποπτες σχέσεις Βασιλέως και Αντιβασιλέως επιδεινώνονται.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως καταθέτει στεφάνι στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, αναλαμβάνει και χρέη Πρωθυπουργού από τις 17 Οκτωβρίου έως την 1 Νοεμβρίου 1945.

Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα καταρρέουν η μία μετά την άλλη, ενώ ο Δαμασκηνός απογοητευμένος υποβάλει την πρώτη παραίτησή του στις 22 Νοεμβρίου 1945.
Ο πολιτικός κόσμος προσπαθεί να το μεταπείσει και τελικά παραμένει στη θέση του.
Στις 31 Μαρτίου 1946 πραγματοποιούνται βουλευτικές εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του Κ.Κ.Ε. γεγονός που οξύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Η δεύτερη παραίτηση έρχεται στις 4 Απριλίου 1946 και αποστέλλεται στο Λονδίνο προς το Γεώργιο από τη νέα κυβέρνηση με την παράκληση να μη γίνει δεκτή.
Το δημοψήφισμα για το πολιτειακό πραγματοποιείται την 1η Σεπτεμβρίου 1946 και επαναφέρει τη Μοναρχία στην Ελλάδα.
Ο Δαμασκηνός παραιτείται από Αντιβασιλέας για τρίτη φορά οριστικά πλέον στις 28 Σεπτεμβρίου 1946 και αποσύρεται στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα.
Είναι αξιοσημείωτο πως λίγους μήνες αργότερα την 1 Απριλίου 1947 όταν απεβίωσε ο βασιλέας Γεώργιος Β', ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ήταν αυτός που τέλεσε την επιμνημόσυνη δέηση και χοροστάτησε στην επικήδειο ακολουθία της 6 Απριλίου 1947.

Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 1949 σε ηλικία 59 ετών.
 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΑΣΤΕΡΙΑΔΗΣ

Ο Αναστάσιος Αστεριάδης του Αχιλλέα και της Πολυξένης, ήταν Έλληνας γιατρός, πανεπιστημιακός και πολιτικός.

Γεννήθηκε στη Λάρισα, γιος του Αχιλλέα Αστεριάδη πρώην δημάρχου Λαρίσης, στις 24 Απριλίου 1895

Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών στη γενέτειρά του, εγγράφηκε στην ιατρική σχολή στο Παρίσι και μετέπειτα στην αντίστοιχη της Λιόν.
Το 1920 αναγορεύτηκε διδάκτορας ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Λιόν.

Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε ως εθελοντής στον γαλλικό στρατό και τραυματίστηκε.
Για την πολεμική του δράση και την προσφορά του ως γιατρού τιμήθηκε με παράσημα από το Γαλλικό Κράτος.
Το 1920 επέστρεψε στη Λάρισα και εργάστηκε στο εκεί στρατιωτικό νοσοκομείο. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως γιατρός στη Σμύρνη, στο Εσκή Σεχίρ, στην Προύσα και στο Αφιόν Καραχισάρ κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία.
Εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 28 ετών και ανέλαβε τη διεύθυνση της χειρουργικής κλινικής στο Δημοτικό Νοσοκομείο και μετά στο Γαλλικό Νοσοκομείο της συμπρωτεύουσας.
Επίσης, εξελέγη έκτακτος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή και μέλος της Χειρουργικής Ακαδημίας των Παρισίων.
Εξελέγη βουλευτής Θεσσαλονίκης με τον Ελληνικό Συναγερμό το 1952.

Πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαΐου 1971, και κηδεύτηκε στις 21 Μαΐου 1971 από τον ιερό ναό Ταξιαρχών Λαρίσης.
 Ήταν παντρεμένος με την Αίγλη Κύρτση και απέκτησαν 2 παιδιά, τον Αχιλλέα και την Έλσα.
Συνέγραψε περισσότερες από 140 μελέτες, που δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά περιοδικά ανά την Ελλάδα και τον κόσμο.
 

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμα σχόλια

Προσθήκη Σχολίου

Εισάγετε το όνομά σας
Εισάγετε το email σας (δεν προβάλλετα δημόσια, μόνο για εσωτερική επικοινωνία)
Εισάγετε το σχόλιό σας

Επισκέψεις

Σήμερα: 57
Χθες: 141
Αυτήν την εβδομάδα: 57
Αυτόν τον μήνα: 3018
Συνολικά: 13791