"ΕΦΥΓΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 12 ΙΟΥΛΙΟΥ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΥ
Ο Ιωάννης Βελισσαρίου ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων.
Γεννήθηκε στη Ρουμανία στις 26 Νοεμβρίου το 1861.
Ο πατέρας του ήταν εύπορος κτηματίας και είχε μεταναστεύσει στη Ρουμανία από την Κύμη Εύβοιας, ενώ η καταγωγή της οικογένειας ήταν από τα Ψαρά από όπου έφυγαν πρόσφυγες μετά την καταστροφή του 1824.
Στις 11 Μαρτίου 1881, έχοντας τελειώσει τις γυμνασιακές σπουδές του, ο Βελισσαρίου κατετάγη στον Στρατό ως κληρωτός, προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του προήχθη, ως εθελοντής, στον βαθμό του δεκανέα.
Το 1884, και ενώ είχε ήδη προαχθεί στον βαθμό του λοχία ή του επιλοχία, κατατάχθηκε κατόπιν εξετάσεων στη δεύτερη εκπαιδευτική σειρά της Στρατιωτικής Σχολής Υπαξιωματικών (ΣΣΥ), από την οποία αποφοίτησε στις 7 Οκτωβρίου 1887 ως ανθυπολοχαγός πεζικού.
Από τις 25 Φεβρουαρίου 1894 μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1897, ο ανθυπολοχαγός Βελισσαρίου διετέλεσε αστυνόμος.
Με την έναρξη των επιχειρήσεων του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, βρέθηκε να υπηρετεί ως διμοιρίτης στον 4ο Λόχο του ΙΙΙ/5 Τάγματος Πεζικού, που υπαγόταν στη 2η Ελληνική Ταξιαρχία.
Εκεί έδειξε τα πρώτα δείγματα της ανδρείας του διατηρώντας τη θέση του στη διάβαση της Μελούνας, ακόμη και όταν όλες οι γειτονικές, φίλιες δυνάμεις είχαν συμπτυχθεί.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, υπηρέτησε ως διοικητής τάγματος του 4ου Συντάγματος Πεζικού, της ΙΙας Μεραρχίας, συμμετέχοντας από την πρώτη ημέρα στις επιθετικές επιχειρήσεις.
Η Μάχη του Σαρανταπόρου, αποτέλεσε μάλιστα μία από εκείνες στις οποίες για μία ακόμη φορά διακρίθηκε για τις ηγετικές του δυνάμεις.
Αργότερα συμμετείχε στη Μάχη του Μπιζανίου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Οι τελευταίες ξεκίνησαν από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1912 και συνεχίστηκαν και το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του 1913, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου στις επιχειρήσεις αυτές υπαγόταν στο 1ο Σύνταγμα Ευζώνων.
Κατά τις πρώτες ημέρες μάλιστα, τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι και νοσηλεύτηκε για μικρό διάστημα.
Μετά την αποτυχία των παραπάνω επιχειρήσεων, στις 16 Φεβρουαρίου, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε διαταγές για νέα επίθεση ενάντια στα Ιωάννινα. Σύμφωνα με το σχέδιο των επιχειρήσεων η κύρια ενέργεια θα εκδηλωνόταν από τα δυτικά, με το Β΄ Τμήμα Στρατιάς, με σκοπό την υπερκέραση του Μπιζανίου, ενώ ταυτόχρονα από το κέντρο και τα ανατολικά θα εκδηλωνόταν παραπλανητική επίθεση, με ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού.
Το Β΄ Τμήμα Στρατιάς, προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του αποφασίστηκε να κινηθεί σε τρεις φάλαγγες (1η, 2η και 3η).
Η 2η Φάλαγγα με αφετηρία τα στενά της Μανολιάσας, όπου είχε μετακινηθεί, ανέλαβε να προελάσει προς το ύψωμα Άγιος Νικόλαος και στη συνέχεια προς το χωριό Πεδινή.
Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, με τα 8ο και 9ο Τάγματα, μαζί με το 1/17 Τάγμα Πεζικού αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας.
Με τα δύο Τάγματα Ευζώνων ανεπτυγμένα εμπρός και το 1/17 πίσω ως εφεδρεία, περί τις 07:45 ξεκίνησε η προέλαση.
Μετά από σκληρές μάχες και με τους άνδρες του βουτηγμένους μέχρι το γόνατο στους βούρκους της περιοχής, ο Βελισσαρίου κατάφερε να διεισδύσει ανάμεσα σε τρία τουρκικά οχυρά που ακόμη δεν είχαν παραδοθεί (οχυρά Χιντζηρέλου, Μπιζανίου και Καστρίτσας) και μαζί με τον Ιατρίδη και το τάγμα του κατέλαβε το χωριό Άγιος Ιωάννης, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους και κυριεύοντας μεγάλες ποσότητες εχθρικού υλικού.
Τα δύο τάγματα εγκατέστησαν άμεσα προφυλακές και έκοψαν τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά καλώδια, διακόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι.
Την υπόλοιπη νύκτα οι άνδρες των δύο ταγμάτων αιχμαλώτισαν 37 αξιωματικούς και 935 οπλίτες του Τουρκικού Στρατού που υποχωρούσαν και διέρχονταν από την περιοχή, χωρίς να γνωρίζουν τη διείσδυση των ευζώνων του Βελισσαρίου και του Ιατρίδη, ενώ ταυτόχρονα προώθησαν τις θέσεις τους προς τα Γιάννενα.
Περί τις 23:00 της 20 Φεβρουαρίου ο Βελισσαρίου διέκρινε δύο πολύ μεγάλους φανούς πίσω από του οποίους σύντομα εμφανίστηκαν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο Τούρκος υπολοχαγός Ρεούφ και ο επίσης Τούρκος ανθυπολοχαγός Ταλαάτ, οι οποίοι έφερναν επιστολή των ξένων προξένων και του Εσσάτ Πασά με τις προτάσεις για παράδοση των Ιωαννίνων.
Η παράτολμη ενέργεια των Βελισσαρίου και Ιατρίδη, έκανε τους Τούρκους να πιστέψουν πως έξω από τα Ιωάννινα είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη και άρα κάθε αντίσταση ήταν μάταιη!
Στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο Βελισσαρίου συμμετείχε μεταξύ άλλων και στη Μάχη Κιλκίς-Λαχανά, όπου το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων ενεργούσε υπό τις διαταγές της VIης Μεραρχίας.
Κινούμενος έφιππος και ακάλυπτος περνούσε από τις θέσεις όλων των ανδρών του για να τους εμψυχώνει. Έτσι είχε κερδίσει την προσωνυμία «μαύρος καβαλάρης».
Στις 16:00 της 21 Ιουνίου ο ταγματάρχης Βελισσαρίου με το τάγμα του εισήλθε στον Λαχανά.
Αμέσως μετά μαζί με τον 1ο λόχο του 4ου Συντάγματος Πεζικού (υπό τον λοχαγό Γεώργιο Ζήρα) ξεκίνησαν καταδίωξη των υποχωρούντων Βουλγάρων, χωρίς να τους δώσουν χρόνο για να ανασυνταχθούν και να εγκατασταθούν αμυντικά στα παρακείμενα υψώματα, προκαλώντας τους τον πανικό.
Κατά τη διάρκεια των ίδιων επιχειρήσεων, στις 26 Ιουνίου, η Στρατιά Μανουσογιαννάκη κινούμενη, για την κατάληψη του Μπέλλες, από Τζαφερλή προς Χατζή-Μπεϊλίκ, ανέθεσε στην VIη Μεραρχία να καταλάβει με τάγμα της τη δίοδο του Δεμίρ Καπού («Σιδηρά Πύλη», στα τουρκικά).
Το τάγμα που εκλήθη να φέρει σε πέρας την αποστολή ήταν το 9ο Τάγμα Ευζώνων, του Βελισσαρίου.
Στις 12 Ιουλίου 1913 η VIη Μεραρχία, συμμετέχοντας με άλλες δυνάμεις στη μάχη της Κρέσνας, ανέλαβε από το Γενικό Στρατηγείο την αποστολή να ωθήσει το αριστερό της προς Ουράνοβο για να κυκλώσει το άκρο της αμυνόμενης βουλγαρικής παράταξης.
Σύντομα, με τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι μάχες, τον ρόλο εμπροσθοφυλακής ανέλαβε το 9ο Τάγμα Ευζώνων του Βελισσαρίου.
Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του υψώματος 1378, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι βουλγαρικές δυνάμεις, ο Βελισσαρίου και οι άνδρες του αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση, ενώ οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήταν μεγάλες.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε ώστε να ακουστεί από όλους: «Όποιος θέλει τη νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει» και πρώτος άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό.
Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι εύζωνοί του.
Το θεριστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά.
Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος. Σύντομα μεταφέρθηκε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή.
Όταν ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε τον θάνατό του λέγεται πως είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ».
Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα που συνέταξε και απέστειλε προς τη σύζυγό του έγραφε τα εξής: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Ο Κώστας Ουράνης (πραγματικό όνομα: Κλέαρχος Νιάρχος ή Νεάρχου, όπως το άλλαξε ο ίδιος, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος.
Γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1890 στην Κωνσταντινούπολη.
Ήταν γιος του Νικόλαου Νιάρχου από τα Πούλιθρα Κυνουρίας και της Αγγελικής Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας.
Εκεί ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Φοίτησε στο γυμνάσιο του Ναυπλίου και αποφοίτησε από το Λύκειο Χατζηχρήστου και τη Ροβέρτειο Σχολή στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και για κάποιο διάστημα έγραφε στην εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη.
Στη συνέχεια θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας καί του Βελγίου, αλλά και να ταξιδεύει, όπως του άρεσε, προσβλήθηκε όμως στο Παρίσι από φυματίωση και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο του Νταβός της Ελβετίας, όπου γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, την Πορτογαλέζα Μανουέλα Σαντιάγκο.
Διορίστηκε στα 1920 και για τέσσερα χρόνια γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, αρθρογραφούσε στην εφημερίδα το Έθνος με το ψευδώνυμο «Ο Παριζιάνος».
Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά σαν χρονογράφος, συντάκτης, ανταποκριτής ή έκτακτος απεσταλμένος.
Στα 1930 χώρισε και παντρεύτηκε την συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας Ελένη Νεγρεπόντη, που είχε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η υγεία του χειροτέρεψε.
Πέθανε τελικά στις 12 Ιουλίου 1953 στο σανατόριο Παπανικολάου από καρδιακή προσβολή.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΜΠΟΥΚΗΣ
Ο Ιωάννης Τσιμπούκης του Νικολάου, ήταν Έλληνας πολιτικός, βουλευτής και υπουργός.
Γεννήθηκε το 1899 και είχε ευρεία μόρφωση, ενώ μελέτησε κυρίως ιστορικά και οικονομικά θέματα.
Διετέλεσε υφυπουργός Γενικός Διοικητής Νήσων Αιγαίου Πελάγους στην κυβέρνηση του Κανελλόπουλου από τις 12 Νοεμβρίου ως τις 22 Νοεμβρίου 1945.
Στην κυβέρνηση του Θεμ. Σοφούλη παρέμεινε υφυπουργός για λίγες ημέρες, ως την παραίτησή του, στις 26 Νοεμβρίου 1945.
Εξελέγη βουλευτής Λαρίσης με τον συνδυασμό της Ηνωμένης Παρατάξεως Εθνικοφρόνων (Λαϊκό Κόμμα) το 1946.
Απεβίωσε στις 12 Ιουλίου το 1983 και κηδεύθηκε στην Αθήνα από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών στις 13 Ιουλίου.
Ήταν παντρεμένος με την Άλμπα και είχαν δύο κόρες.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου του Ευσταθίου, ήταν Έλληνας δικηγόρος και πολιτικός, που διετέλεσε βουλευτής Αργολιδοκορινθίας και Κορινθίας, πολλές φορές υπουργός, Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης.
Γεννήθηκε στην Καστανιά Κορινθίας τον Απρίλιο του 1907.
Ο πατέρας του, Ευστάθιος Παπακωνσταντίνου, ήταν για πολλά χρόνια βουλευτής Αργολιδοκορινθίας.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1928.
Άσκησε τη δικηγορία ασχολούμενος παράλληλα με την πολιτική.
Εκλέχθηκε πρώτη φορά βουλευτής Αργολιδοκορινθίας στις εκλογές του 1946 με το Λαϊκόν Κόμμα, καθώς και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις του 1951 και 1952 με τον Ελληνικό Συναγερμό, και του 1956, 1958, 1961, 1963, 1964 με την ΕΡΕ.
Μετά τη μεταπολίτευση συντάχθηκε με τη Νέα Δημοκρατία και επανεκλέχθηκε βουλευτής Κορινθίας το 1974 και το 1977 και βουλευτής Επικρατείας το 1981.
Προδικτατορικά, επί κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή, διετέλεσε υφυπουργός Συγκοινωνιών (1954-1955), υπουργός Γεωργίας (1955-1956), υπουργός Δικαιοσύνης (1956-1958), υπουργός Οικονομικών (1958-1961), και ξανά υπουργός Δικαιοσύνης (1961-1963).
Μεταπολιτευτικά, επί κυβερνήσεων Καραμανλή και Ράλλη, διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης για τρίτη φορά (1974), Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων (1974-1977) και από το 1977 ως το 1981 υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου και αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης.
Συνέγραψε πολλές νομικές μελέτες, κυρίως σε θέματα Αστικού Δικαίου, Δικονομικού Δικαίου και Συνταγματικού Δικαίου, που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα νομικά περιοδικά.
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών. Τιμήθηκε με πολλά παράσημα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ βραβεύθηκε και από τους βασιλείς Παύλο και Κωνσταντίνο, καθώς επίσης και από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθήνας.
Πέθανε στις 12 Ιουλίου το 1989.


Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΕΡΓΑΚΗΣ
Ο Ιωάννης Σεργάκης γεννήθηκε στη Νεάπολη Λασιθίου, το 1914 και ήταν Έλληνας δικηγόρος και πολιτικός, ο οποίος εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Λασιθίου. Υπήρξε ιδρυτής, διευθυντής και εκδότης της εφημερίδας "Επαρχιακά Νέα" της Νεάπολης (1945-1966).
Ήταν γιος του Μιχαήλ Ι. Σεργάκη, διαπρεπή δικηγόρου και βουλευτή επί Κρητικής Πολιτείας, και μητέρα του ήταν η Ζαχαρώ Παπαδάκη από την Τουρλωτή Σητείας, αδερφή του Κ. Παπαδάκη, επίσης βουλευτή.
Ακολούθησε νομικές σπουδές στην Αθήνα και άρχισε να δικηγορεί σε ηλικία 22 ετών για περισσότερα από 50 χρόνια.
Εργάστηκε ως δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Λασιθίου και αναδείχτηκε ως ποινικολόγος.
Παραστάθηκε σε πολύ σοβαρές δίκες όπως στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ.
Κατά την περίοδο της χούντας βοήθησε ανθρώπους που δικάζονταν για αντιστασιακή δράση.
Πήρε μέρος στον Αλβανικό πόλεμο το 1941 και στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών και τιμήθηκε με Χρυσό Αριστείο Ανδρείας.
Το 1945 σηματοδοτεί την κάθοδό του στην πολιτική.
Αναδείχτηκε βουλευτής Λασιθίου για 6 φορές.
Το 1956 εκλέγεται πρώτη φορά χωρίς σταυρούς λόγω του πλειοψηφικού, με τη Δημοκρατική Ένωση, μαζί με τον Κοθρή και το Χλουβεράκη.
Κέρδισε ξανά τις εκλογές με το κόμμα της Ένωσης Κέντρου το 1963 και 1964 και με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις το 1974 και 1977.
Στις εκλογές του 1974 συγκέντρωσε 10.972 ψήφους και στις εκλογές του 1977 πήρε 8.873 ψήφους.
Αποχώρησε από την ΕΔΗΚ (όπως είχε μετονομαστεί η Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις από το 1976) το 1978 και δύο χρόνια αργότερα έγινε μέλος της ΝΔ, με την οποία εξελέγη βουλευτής στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο του 1981 συγκεντρώνοντας 6.955 ψήφους.
Πέθανε στις 12 Ιουλίου 1994.
Το όνομά του φέρει κεντρικός δρόμος της Νεάπολης, που είναι και η γενέτειρά του.
ΔΑΝΙΗΛ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Δανιήλ Παναγόπουλος γνωστότερος ως Δανιήλ (Danil), ήταν Έλληνας εικαστικός.
Γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας και φοίτησε στο εκεί γυμνάσιο.
Εγγράφηκε αρχικά στην ιατρική σχολή Αθηνών, την παράτησε όμως για να ασχοληθεί με τη ζωγραφική.
Αποφοίτησε από τη σχολή καλών τεχνών, μαθήτευσε δίπλα στον Κωνσταντίνο Παρθένη και εν συνεχεία έχοντας κερδίσει τριετή κρατική υποτροφία εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Στο Παρίσι έζησε αρκετά χρόνια και επηρεάστηκε από το ρεύμα του νέου ρεαλισμού.
Την περίοδο 1961-1967 δημιούργησε τα «μαύρα κουτιά», δηλαδή χαρτόκουτα που τα μετέπλασε σε έργα τέχνης, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε τα «ηλεκτρικά κουτιά».
Είχε συμμετάσχει σε αρκετές εκθέσεις με αποκορύφωμα αυτές του Πιερ Ρεστανί, δασκάλου του Δανιήλ και θεωρητικού του νέου ρεαλισμού, το 1964 και της Μπιενάλε της Βενετίας.
Στην μπιενάλε της Βενετίας συμμετείχε μαζί με τους Καννιάρη και Κεσσανλή και ο τίτλος μιας εκ των εκθέσεών τους είχε τον τίτλο "Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική".
Η συγκεκριμένη έκθεση δημιούργησε έντονες αντιδράσεις λόγω του προοδευτικού χαρακτήρα της.
Σύμφωνα με την Λίνα Τσίκουτα, επιμελήτρια της εθνικής πινακοθήκης, «η έκθεση αυτή αποτέλεσε σταθμό για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη, καθώς έτσι θεμελίωσαν την είσοδο του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ελλάδα».
Το 1998 πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το ίδιο έτος δώρισε στην Πινακοθήκη τρία αντιπροσωπευτικά έργα του και το 2007 δώρισε μεγάλο μέρος των έργων του.
Για τον λόγο αυτό δόθηκε το όνομα του προς τιμήν του σε μια από τις αίθουσες αυτής.
Τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε από τον δήμαρχο Πύργου, Μάκη Παρασκευόπουλο, για την προσφορά του.
Απεβίωσε στις 12 Ιουλίου 2008 στον Πύργο Ηλείας, στον οποίο είχε επιστρέψει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ήταν παντρεμένος με την Therese Dufresne.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
Διακεκριμένος Έλληνας φιλόλογος, πανεπιστημιακός δάσκαλος, μεταφραστής αρχαίων συγγραφέων, κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος.
Έγινε ευρύτερα γνωστός από τη μετάφραση της «Οδύσσειας» του Ομήρου, που εκδόθηκε το 2002 και με την οποία αναμετρήθηκε επί 12 χρόνια.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1929.
Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Πειραματικό Σχολείο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.
Κατόπιν έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δυτική Γερμανία, με υποτροφία του ιδρύματος «Χούμπολντ», δίπλα στον ελληνιστή Βάλτερ Μαργκ.
Το 1962 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το ΑΠΘ, όπου και δίδαξε Αρχαία Ελληνικά από το 1963 έως το 1968 ως εντεταλμένος υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.
Στο διάστημα της δικτατορίας, παύθηκε από τη θέση του, συνελήφθη τρεις φορές για συμμετοχή σε πράξεις αντίστασης κατά του καθεστώτος και κρατήθηκε στο ΕΑΤ - ΕΣΑ επί οκτάμηνο το 1973.
Μέσα στο κελί του έγραψε ένα σημαντικό κείμενο - κατάθεση ψυχής, με τίτλο «Μαύρη Γαλήνη» πάνω σε φθαρμένες χαρτοπετσέτες και όταν κατάφερε να βρει ένα μολύβι.
Το 1974, με την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος, και τη μεταπολίτευση, διορίστηκε ειδικός σύμβουλος για πανεπιστημιακά θέμα τα στο Υπουργείο Παιδείας.
Το 1975 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και εντεταλμένος στη διδασκαλία τής Νεοελληνικής Ποίησης στο ΑΠΘ.
Δίδαξε έως το 1996, οπότε συνταξιοδοτήθηκε.
Επίσης, δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Κύπρου και των ΗΠΑ.
Διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και του Μορφωτικού Ιδρύματος τής Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΒΘΕ).
Υπήρξε για πολλά χρόνια τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας «Το Βήμα», όπου έγραφε επιφυλλίδες για φιλολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, ενώ συνεργάστηκε με πλήθος λογοτεχνικών περιοδικών.
Το 1981 τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Κριτικής Δοκιμίου για το βιβλίο του «Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη» και το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στα Νέα Ελληνικά για την «Ιλιάδα» του Ομήρου.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης μετέφρασε την «Οδύσσεια» και την «Ιλιάδα» του Ομήρου («η Οδύσσεια είναι έργο αγαπησιάρικο», είχε πει. «Αντίθετα η Ιλιάδα είναι ακατάδεκτη, δεν δέχεται τα χάδια μας»).
Έγραψε βιβλία, μονογραφίες και άρθρα για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Σοφοκλή, τον Ηρόδοτο, τον Αλκαίο, τη Σαπφώ, ενώ μελέτησε και δημοσίευσε δοκίμια για νεοέλληνες ποιητές, κυρίως εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γεώργιο Σεφέρη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Τάκη Σινόπουλο και τον Μίλτο Σαχτούρη, αλλά και τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Γιώργο Χειμωνά.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης πέθανε στις 12 Ιουλίου 2016 στην Αθήνα, σε ηλικία 87 ετών.
Ήταν νυμφευμένος με την ποιήτρια και επιμελήτρια φιλολογικών εκδόσεων Ανθή Μαρωνίτη.
Κόρη τους είναι η δημοσιογράφος και μεταφράστρια Εριφύλη Μαρωνίτη.