"ΕΦΥΓΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, στις 24 Αυγούστου 1851 ήταν ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας, με μυθιστορηματική ζωή ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο.
Ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών.
Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά.
Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες.
Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Από το 1869 έως το 1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση.
Το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία τού Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann). Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία και βραβεύθηκε.
Παρουσίασε επίσης τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας, στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875.
Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο.
Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα τη μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό.
Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που τη ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του τη δώσουν.
Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την ψυχολογία και την ψυχιατρική ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη.
Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στη σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο.
Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Στο ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του.
Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.
Το 1901 πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά η μητέρα του πήγε στο ψυχιατρείο, για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου.
Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη.
Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που, αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό, εκείνη το κατέστρεφε.
Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του.
Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού.
Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική.
Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925.
Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών.
Το γνήσιο ταλέντο του αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεωτεριστών καλλιτεχνών.
Το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή μιας ανεψιάς του, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα».Το έργο του
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν και παραμένει μια κορυφαία μορφή στην νεότερη ελληνική Τέχνη.
Τα έργα του - εκ των οποίων περισώθηκαν περίπου 150 - είναι κλασικά στην σύλληψή τους.
Ωστόσο, κατά τον Στάντη Ρ. Αποστολίδη, η γεωμετρικότητα αυτών των έργων προϊδεάζει νεοτερικές τάσεις.
Εκείνο πάντως που μπορεί να εκτιμήσει και ο πιο ανίδεος παρατηρητής των γλυπτών του Χαλεπά είναι η εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων - είτε πρόκειται για έναν σάτυρο, είτε για τη Μήδεια με τα παιδιά της, είτε πρόκειται για την νεαρή Κοιμωμένη.
Από αυτή την άποψη ο Χαλεπάς στέκεται ισάξιος ενός Ροντέν.
Το έργο του Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877) είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ύψους 1,35 μ. και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα.
Σ' αυτό το νεανικό έργο του ο Χαλεπάς συνδυάζει την παράδοση της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με στοιχεία από το ρομαντισμό και το ρεαλισμό.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 15 Σεπτεμβρίου 1938.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΛΙΔΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Αλέξανδρος Π. Καλλιδόπουλος ήταν Έλληνας δικηγόρος και πολιτικός.
Γεννήθηκε το 1926 στην Αθήνα.
Ήταν γιος του στρατηγού Περικλή Καλλιδόπουλου(1872-1950) και της Αικατερίνης Φωτιάδου (1899-1986).
Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και άσκησε τη δικηγορία στη συμπρωτεύουσα.
Από νεαρή ηλικία πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Πολιτεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, αρχικά με την ΕΔΑ και στη συνέχεια με την Ένωση Κέντρου.
Εξελέγη βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης το 1958 με την ΕΔΑ.
Το 1974 πολιτεύτηκε ξανά με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις, λαμβάνοντας 5.656 ψήφους.
Αργότερα ήταν υποψήφιος βουλευτής και με το ΠΑΣΟΚ.
Τιμήθηκε με το ανώτατο μετάλλιο του τίτλου του Δίκαιου των Εθνών (the title of the Righteous among the Nations, Yad Washem, Jerusalem) της κυβέρνησης του Ισραήλ, για την διάσωση Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής.
Πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 67 ετών στη Θεσσαλονίκη στις 15 Σεπτεμβρίου το 1993 και κηδεύτηκε στις 16 Σεπτεμβρίου από τον ιερό ναό της Αναλήψεως. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Καλλιδοπούλου και απέκτησαν έναν γιο και μία κόρη.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣ
Ο Σταύρος Παράβας ήταν Έλληνας ηθοποιός με αντιδικτατορική δράση, για την οποία εξορίστηκε στη Γυάρο επί δικτατορίας Ιωαννίδη.
Γεννήθηκε στα Τουρκοβούνια στις 15 Απριλίου 1935 και οι γονείς του ήταν Μικρασιάτες.
Ο Πατέρας του όπως είχε δηλώσει, ο ηθοποιός, σε συνέντευξη όντας αρκετά μεγάλος, είχε καταγωγή από τη νήσο Νάξο.
Για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του βγήκε από μικρός στη βιοπάλη, κάνοντας διάφορα θελήματα.
Όταν ήρθαν οι γονείς του στην Αθηνά ο πατέρας του είχε μανάβικο όπου απασχολούνταν και εκείνος σε αυτό.
Ο πρώτος που διέκρινε την καλλιτεχνική του φλέβα ήταν ο καθηγητής του της ωδικής στο πέμπτο γυμνάσιο Αθηνών όπου φοιτούσε.
Πριν τελειώσει το σχολείο και παρά τις αντιδράσεις των οικείων του γράφτηκε στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, ο οποίος αξιολογώντας το ταλέντο του τον κράτησε στη σχολή, μέχρι να αποφοιτήσει, χωρίς την καταβολή διδάκτρων.
Στο θέατρο Ρεξ, στην παράσταση «Επτά χρόνια φαγούρα», ο Παράβας ζήτησε από τον θεατρικό συγγραφέα να του γράψει μια αντιδικτατορική μαντινάδα.
Μετά από αριθμό παραστάσεων συνελήφθη μέσα στο θέατρο από στρατονόμους με πολιτικά.
Συνελήφθη και βασανίστηκε το 1974 επί δικτατορίας του Ιωαννίδη και εξορίστηκε στη Γυάρο.
Ο Σταύρος Παράβας παρέμεινε στη Γυάρο μέχρι και την πτώση της χούντας και ήταν ένας από τους τελευταίους 44 εξόριστους που έφυγαν από το κολαστήριο.
Παντρεύτηκε μια Βρετανίδα και μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: τη Βανέσα, τη Μάρθα και τον Τζόναθαν.
Ο αιφνίδιος θάνατος του τελευταίου τον κλόνισε ψυχικά.
Ήταν υποστηρικτής του Παναθηναϊκού.
Το Φεβρουάριο του 2007 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, καρδιακή ανεπάρκεια, πολλαπλά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, τα οποία ξεπέρασε.
Πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 από ανακοπή καρδιάς και κηδεύτηκε δύο μέρες αργότερα δημοσία δαπάνη.
Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ήταν το 1955 στην παράσταση Το πρώτο ψέμα με το θίασο Κατερίνας.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τη Βίλμα Κύρου και αμέσως μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Κώστα Χατζηχρήστο.
Με την ηθοποιό και χορεύτρια Ελένη Προκοπίου έπαιξαν σε πολλές ταινίες μαζί, ενώ συνεργάστηκαν και στο θέατρο.
Τη δεκαετία του 70 στράφηκε στην επιθεώρηση.
Η παράσταση Ντιρλαντά αποτέλεσε και την αφορμή για την εξορία του.
Την αμέσως επόμενη δεκαετία μεταπήδησε σε περισσότερο κλασικούς ρόλους.
Η πρώτη του εμφάνιση στην Επίδαυρο ήταν στον Πλούτο του Αριστοφάνη, όπου ερμήνευσε τον ρόλο του Χρεμύλου.
Στον κινηματογράφο η πρώτη του εμφάνιση ήταν το 1960 στην ταινία Χριστίνα του Γιάννη Δαλιανίδη.
Ακολούθησε συμμετοχή σε περίπου ακόμη 50 ταινίες, κυρίως σε κωμικούς ρόλους.
Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 συμμετείχε και σε ορισμένες τηλεοπτικές σειρές.
