"ΕΦΥΓΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 16 ΙΟΥΛΙΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΡΣΑΚΗΣ
Ο Απόστολος Αρσάκης ήταν Έλληνας ευεργέτης, βλάχικης καταγωγής και πολιτικός στη Ρουμανία, όπου διετέλεσε και πρωθυπουργός της.
Ο μέγας ευεργέτης της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, Απόστολος Αρσάκης, γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1792 στο χωριό Χοταχόβα της Πρεμετής της Αλβανίας.
Ήταν γιος του Κυριάκου Αρσάκη, ο οποίος ήταν ξάδερφος με τους αδερφούς Τοσίτσα.
Σε ηλικία 8 ετών πήγε στο Βουκουρέστι και μετά από τέσσερα χρόνια, το 1804, στάλθηκε σε ένα Γυμνάσιο στη Βιέννη, ενώ συγχρόνως μάθαινε ελληνικά από τον μεγάλο διδάσκαλο Νεόφυτο Δούκα.
Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χάλλης της Σαξονίας. Το 1813 πήρε το πτυχίο του και το 1814 εγκατάσταθηκε στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε το επάγγελμα του ιατρού.
Από πολύ νέος ο Αρσάκης έδωσε δείγματα της μεγάλης φιλολογικής του μορφώσεως και της πρώιμης διανοητικής ωριμότητάς του.
Όταν ήταν φοιτητής, σε ηλικία 19 ετών, το 1811, έγραψε με την ευκαιρία της γεννήσεως του παιδιού του Μέγα Ναπολέοντα βουκολικό ειδύλλιο, σε δωρική διάλεκτο, κατ' απομίμηση των ειδυλλίων αυτών του Θεοκρίτου.
Με το ποίημά του αυτό, παρακαλούσε τον πανίσχυρο τότε αυτοκράτορα να βοηθήσει την υπόδουλη Ελλάδα για να αποκτήσει την ελευθερία της από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Το 1813, σε ηλικία 21 ετών, ο Αρσάκης έγραψε περισπούδαστη διατριβή, επί διδακτορία, σε λατινική γλώσσα «Περί του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων», η οποία σχολιάστηκε εγκωμιαστικά.
Η διατριβή αυτή μεταφράσθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες θεωρούμενη ότι προήγε τη συγκριτική ανατομία.
Παράλληλα, δημοσίευσε στον «Λόγιο Ερμή» άρθρα σχετικά με την ιστορία της Ιατρικής και συνέγραψε πολλές ακόμα επιστημονικές εργασίες, τις οποίες δημοσίευσε σε επιστημονικά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες.
Το 1822 προσλήφθηκε ως ιδιαίτερος γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας, ενώ από το 1836 μέχρι το 1839 διετέλεσε γραμματέας επικρατείας του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Γκίκα.
Το 1857 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής και την περίοδο 1857-1859 χρημάτισε μέλος της τετραμελούς επιτροπής για την ένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα τη Ρουμανία.
Το 1862 έγινε Υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας και λίγο καιρό αργότερα διετέλεσε προσωρινός πρωθυπουργός, αντικαθιστώντας τον δολοφονημένο πρωθυπουργό Καρατζίο.
Στον πρωθυπουργικό θώκο παρέμεινε μέχρι τις 23 Ιουνίου του 1862.
Το όνομα, όμως, του Αρσάκη δεν έγινε ένδοξο ούτε από τα πρώιμα πνευματικά προϊόντα της εξαιρετικής διανοίας του, ούτε από την αξιόλογη δράση του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά από τις μεγάλες δωρεές του στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία.
Οι δωρεές αυτές είχαν αποσπάσει την αγάπη, την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη όλου του ελληνισμού, ο οποίος καταλάβαινε ότι το νόημα των δωρεών αυτών ήταν η μόρφωση κατάλληλων μητέρων και παιδαγωγών.
Μετά την αποτίναξη της δουλείας, χρειαζόταν εξυγιαντική πνοή για σωστή εκπαίδευση και αγωγή.
Με δικές του δαπάνες βοήθησε στην αποπεράτωση του Μεγάρου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας επί της οδού Πανεπιστημίου, ενώ διέθεσε μεγάλα ποσά για τη συντήρησή του.
Το 1850 το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη και ονόμασε τα σχολεία της Αρσάκεια.
Εκτός από αυτές τις δωρεές, μεγάλα ποσά και πολύτιμα αντικείμενα δώρησε ο Αρσάκης και στην εκκλησία του Αρσακείου, η οποία ετιμάτο, χάριν της συζύγου του Αναστασίας, επ' ονόματι της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας.
Επίσης δώρισε σημαντικά ποσά για την ανέγερση στη πατρίδα του, σχολείων και ναών.
Επιπλέον, δημοσίευσε την αρχαιολογική πραγματεία «Περί του ει εξήν ταις γυναιξί ταις δραματικαίς επιδείξεσι παρείναι».
Ο Αρσάκης υπήρξε αγαθός και ευτυχής οικογενειάρχης και απέκτησε έναν γιο, τον Γεώργιο, και δύο κόρες: την Ελένη, σύζυγο Καντακουζηνού, και την Ολυμπία, σύζυγο Λαχοβάρη, πρεσβευτή της Ρουμανίας.
Δύο μήνες προ του θανάτου του αφιέρωσε στην εκκλησία του Αρσακείου έναν Επιτάφιο και ένα χρυσοκέντητο Σταυρό.
Όταν απεβίωσε ο Αρσάκης, στις 16 Ιουλίου του 1874 στο Βουκουρέστι, το συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας όρισε πένθος 40 ημερών σε όλο το προσωπικό του Αρσακείου και του έκανε μνημόσυνο στη Μητρόπολη Αθηνών, κατά το οποίο εξεφώνησε ιστορικό λόγο ο Κωνσταντίνος Κοντογόνης.
Όρισε, επίσης, όπως σε κάθε εορτή να ευλογεί το όνομά του στην εκκλησία του Αρσακείου ο εκκλησιαστικός χορός των Αρσακειάδων, ψάλλοντας το τροπάριο "Αποστόλου και Αναστασίας, των αοιδίμων ιδρυτών του ιερού τούτου τεμένους, αιωνία η μνήμη" και κάθε χρόνο, στις εξετάσεις, οι μαθήτριες ψάλλουν τον "Αρσάκειο Ύμνο", που γράφτηκε και μελοποιήθηκε προς τιμή του από το 1866.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΟΤΑΚΟΣ
Ο Νικόλαος Τσοτάκος ήταν σπουδαίος Έλληνας στρατιωτικός, μακεδονομάχος, γνωστός και ως Καπετάν Γέρμας.
Γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1874 στη Γέρμα Λακωνίας εξ ου και αργότερα το παρωνύμιό του.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο κατατάχθηκε στο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού όπου και υπηρέτησε σ΄ αυτό ως υπαξιωματικός μέχρι το 1899.
Στη συνέχεια κατόπιν εξετάσεων εισήχθη στη Σχολή Υπαξιωματικών, όπου μετά μία τριετία εξερχόμεος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού τοποθετήθηκε στο 1ο Σύνταγμα Ευζώνων.
Επιτυγχάνοντας να λάβει άδεια εθελοντικής συμμετοχής στον Μακεδονικό Αγώνα κατάρτισε ένα ιδιαίτερα αξιόμαχο σώμα από 45 επίλεκτους άνδρες, κατά το πλείστον υπαξιωματικοί και οπλίτες Λάκωνες, με τους οποίους στις 7 Ιουνίου του 1907 εισήλθε στο τουρκοκρατούμενο μακεδονικό έδαφος όπου και ξεκίνησε έντονη δράση προστασίας ελληνικών πληθυσμών.
Ένα όμως μήνα αργότερα, κατόπιν προδοσίας περικυκλώθηκε από 2.000 Τούρκους στη θέση Καλογερικό.
Στον κυριολεκτικά άνισο αγώνα, μάχη του Καλογερικού, που εξελίχθηκε σώμα με σώμα, ο Καπετάν Γέρμας έπεσε ηρωικά μαχόμενος (16 Ιουλίου του 1907).
Από την ομάδα του μόλις τρεις κατάφεραν να διασωθούν.
Προς τιμή του έλαβε το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του Γέρμα το παρά τη θέση Καλογερικό χωριό Λοζνίτσα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ
Ο Ανδρέας Ξαρχάκος του Γεωργίου, ήταν Έλληνας πολιτικός από τη Θεσσαλονίκη.
Υπηρέτησε ως βουλευτής από το 1946 ως το 1950.
Γεννήθηκε το 1890 στο Πεταλίδι Μεσσηνίας.
Καταγωγή από Μάνη. Βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά και μετέπειτα πολιτικά.
Εργάστηκε ως ποτοποιός.
Υπήρξε επί πολλά έτη πρόεδρος και σύμβουλος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Θεσσαλονίκης.
Εξελέγη βουλευτής Θεσσαλονίκης με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές του 1946 με 8.624 ψήφους.
Πέθανε σε ηλικία 69 ετών στις 16 Ιουλίου 1959 και κηδεύτηκε την επομένη από τον ιερό ναό Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Ξαρχάκου.

ΚΑΡΟΛΟΣ ΑΡΛΙΩΤΗΣ
Ο Κάρολος Αρλιώτης ήταν Έλληνας οικονομολόγος, τραπεζίτης και υπουργός στις υπηρεσιακές κυβερνήσεις Γεωργακόπουλου (1958), Δόβα (1961) και Πιπινέλη (1963).
Γεννήθηκε το 1895 στην Κέρκυρα και σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο Παρίσι.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα εντάχθηκε στο δυναμικό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, όπου και ανέλαβε σημαντικές θέσεις.
Το 1938 διορίστηκε γενικός γραμματέας της Κτηματικής Τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1942, οπότε και διορίστηκε πρόεδρος αυτής. Επίσης είχε διατελέσει πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος και πρώτος πρόεδρος της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.
Το 1979 εξέδωσε την Ιστορία της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος, για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο Ακαδημίας τον Δεκέμβριο του 1980.
Στις υπηρεσιακές κυβερνήσεις Γεωργακόπουλου (1958), Δόβα (1961) και Πιπινέλη (1963) ανέλαβε υπουργός Συντονισμού.
Υπήρξε ένας από τους πρώτους κατοίκους της Εκάλης.
Το 1979 αυτός και η σύζυγός του, Λίλη, πραγματοποίησαν δύο δωρεές, 23 και 28 έργων αντίστοιχα, προς την Εθνική Πινακοθήκη.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου το 1981 και κηδεύτηκε στις 17 Ιουλίου από τον ιερό ναό του Πρώτου Νεκροταφείου.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
Ο Αναστάσιος Καμπούρης του Θεοδώρου, γεννήθηκε το 1934 και ήταν Έλληνας πολιτικός, που θήτευσε ως βουλευτής Ευβοίας ως το θάνατό του.
Πολιτεύτηκε για πρώτη φορά το 1981 με τη Νέα Δημοκρατία, της οποίας ήταν επί μακρόν πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ευβοίας.
Εξελέγη βουλευτής Εύβοιας στις εκλογές του Ιουνίου του 1989.
Ωστόσο, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη θητεία του.
Πέθανε στις 16 Ιουλίου 1989 σε ηλικία 55 ετών από έμφραγμα που υπέστη στο Μαρμάρι, ενώ ήταν εν ενεργεία βουλευτής και κηδεύτηκε τον Ιούλιο του 1989. Την έδρα του κατέλαβε ο Νίκος Ε. Παπανδρέου.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΦΑΓΟΣ
Ο Κωνσταντίνος Η. Κονοφάγος ήταν Έλληνας μεταλλουργός και χημικός μηχανικός, καθηγητής και πρύτανης του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, ποιητής (με το φιλολογικό ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Λότρης), συγγραφέας και πολιτικός.
Γεννήθηκε στην Πρέβεζα στις 26.12.1912.
Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Πρέβεζας το 1929 και παρακολούθησε δύο τάξεις Ειδικών Μαθηματικών στο Lycée Louis-le-Grand του Παρισιού κατά τα έτη 1930-1932.
Σπούδασε ως μηχανικός στην École Centrale Des Arts et Manufactures του Παρισιού τα έτη 1932-1936 και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε ως μεταλλουργός μηχανικός στις εγκαταστάσεις της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου (Compagnie Française des Mines du Laurium) στο Λαύριο Αττικής.
Στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-1941) υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός, μηχανικός πυροβόλων.
Διετέλεσε Δήμαρχος Λαυρίου, από 4.1.1946 έως 15.4.1946, και συνέβαλε στην αναδιοργάνωση της πόλης, η οποία είχε υποφέρει κατά την περίοδο της κατοχής. Το έργο του αυτό έτυχε γενικής αναγνώρισης από τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι ανήγειραν στα Λαύριο ανδριάντα του.
Ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα και ήταν πρύτανης του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου κατά τα γεγονότα της εξέγερσης του Νοεμβρίου 1973. Προστάτεψε το κύρος του Ιδρύματος, το πανεπιστημιακό άσυλο, υπεράσπισε τους φοιτητές και αρνήθηκε την είσοδο στο Ε.Μ.Π. των οργάνων της δικτατορίας. Τα γεγονότα αυτά εξιστόρησε με σεμνότητα σε βιβλίο του, χωρίς στο μετέπειτα διάστημα να εκμεταλλευθεί τη στάση του αυτή για προσωπικά και πολιτικά οφέλη.
Μετά τη μεταπολίτευση κλήθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να μετάσχει στην πολιτική.
Είχε παντρευτεί την Ευγενία Βακαλοπούλου και απέκτησαν δύο παιδιά τον Ηλία Κονοφάγο και την Ιωάννα Κονοφάγου, σύζυγο Αχιλλέα Παπαθανασίου.
Πέθανε στην Αθήνα στις 16.7.1989 και τάφηκε, κατά την επιθυμία του, στο κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου στον Θορικό του Λαυρίου, εκεί όπου, επίσης, τάφηκε το 1942 ο πρώτος εργάτης που πέθανε από πείνα στις εγκαταστάσεις της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου.
ΜΑΙΡΗ ΑΡΩΝΗ
Η Μαρία (Μαίρη) Αρώνη, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, για πολλά χρόνια πρωταγωνίστρια -κυρίως του Εθνικού θεάτρου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Δεκέμβριου του 1916 και πέθανε στις 16 Ιουλίου 1992.
Κόρη του καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής, Λέανδρου Αρβανιτάκη, ήταν πτυχιούχος πιάνου και απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, μαθήτρια του Φώτου Πολίτη και αριστούχος στην απαγγελία και φωνητική. Αποφοίτησε το 1933.
Εξι μήνες νωρίτερα, είχε παντρευτεί (σύμφωνα με συνέντευξη που έδωσε στις 11 Απριλίου 1979 στη Σούλα Αλεξανδροπούλου) τον Θεόδωρο Αρώνη, επίσης ηθοποιό.
Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο έκανε με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη το 1935 σε ηλικία 21 ετών.
Το 1941, σε ηλικία 27 χρονών, γίνεται από τις νεότερες πρωταγωνίστριες της εποχής στο θίασο του Κώστα Μουσούρη και το 1944 γίνεται συν-θιασάρχης, πρώτα με τον Δημήτρη Χορν και έπειτα και με την ξαδέρφη της, Βάσω Μανωλίδου.
Το 1946 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια σειρά έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Από το 1950 και για τα επόμενα 4 χρόνια θα συνεχίσει την πορεία της στο ελεύθερο θέατρο, συνεργαζόμενη με τον Δημήτρη Ροντήρη στον θίασό του «Ελληνική σκηνή», αλλά και με την Βάσω Μανωλίδου.
Το 1954 θα επιστρέψει στο Εθνικό θέατρο, για να μείνει μέχρι το 1958.
Εκεί θα ερμηνεύσει για πρώτη φορά Αριστοφάνη, τις κωμωδίες «Εκκλησιάζουσες» και «Λυσιστράτη», έργα που θα σφραγίσει με το παίξιμό της. Από το 1958 θα ξαναγυρίσει στο ελεύθερο θέατρο, για να το εγκαταλείψει οριστικά το 1963.
Από τότε και μέχρι την τελευταία της εμφάνιση στη σκηνή το 1982 θα παίζει στο Εθνικό θέατρο.
Θα ερμηνεύσει όλους σχεδόν τους κλασικούς ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου.
Εκτός όμως της θεατρικής της παρουσίας στο αθηναϊκό κοινό έκανε και πολλές περιοδείες στο εξωτερικό με αντίστοιχες παραστάσεις.
Αλλά και στον κινηματογράφο η παρουσία της κρίθηκε πολύ έντονη, έτσι που να δηλώνει τακτικά η ίδια ότι "δε θυμόταν ποτέ να είχε χρόνο ελεύθερο".
Ιδιαίτερα σε ρόλους μητέρας ή πεθεράς δημοφιλών ηθοποιών ήταν ασύγκριτη. Από δε το 1968 είχε αναλάβει καθηγήτρια της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου.
Η Μαίρη Αρώνη υπήρξε επίσης επίτιμη δημότης της Ρόδου, τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Ευποιίας (1958) από το Βασιλέα Παύλο και το 1966 με το Μέγα Ταξιάρχη από το Βασιλέα Κωνσταντίνο Β', καθώς και με άλλες διακρίσεις κυρίως από τη Μέση Ανατολή (Κυβερνήσεων και Πατριαρχείων).
Η εκτίμηση που έτρεφε κυρίως το θεατρόφιλο κοινό στο πρόσωπό της για το πλούσιο "τάλαντον" και την ευσυνείδητη επίδοσή της υπήρξε μεγάλη.
Μιλούσε γαλλικά & αγγλικά και ήταν μόνιμη κάτοικος Καλαμακίου / Παλαιού Φαλήρου ( Το 1942 η κοινότητα Παλαιού Φαλήρου αναγνωρίστηκε ως δήμος και ενσωμάτωσε την κοινότητα Καλαμακίου, που όμως αποσπάσθηκε το 1945).
Οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχαν επιτάξει το σπίτι της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, παραθέριζε σε βόρειο παράλιο δήμο της Αττικής.
Πέθανε, στον ύπνο της, τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου 1992.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ
Ο πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Κ. Χολέβας ,πιο γνωστός ως Παπα-Χολέβας, ήταν ιερέας, εκπαιδευτικός και μέλος του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης με το ψευδώνυμο «Παπαφλέσσας».
Γεννήθηκε την 26 Ιανουαρίου 1907 στο χωριό Τσούκα της Φθιώτιδας και μεγάλωσε στην Μακρακώμη.
Σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης, ενώ το 1938 χειροτονήθηκε ιερέας στην Λαμία.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε το 1942 στο Ε.Α.Μ. και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Παπαφλέσσας», ενώ αργότερα διετέλεσε εθνοσύμβουλος της ΠΕΕΑ.
Το 1943 πρωτοστάτησε στην ίδρυση της - ελεγχόμενης από το ΕΑΜ - Παγκληρικής Ένωσης Ορθοδόξου Κλήρου Ελλάδας που αμφισβήτησε ανοικτά τη δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε διοικητικά και δογματικά ζητήματα.
Παράλληλα διετέλεσε γενικός γραμματέας της Παγκληρικής Ένωσης και βασικός εισηγητής (από κοινού με τον ιερέα Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο) στο σχετικό συνέδριο που διεξήχθη κατά τα τέλη Αυγούστου του 1943 στο Καρπενήσι. Ωστόσο, πολλές από τις προτάσεις του Χολέβα κατά το συνέδριο της Ένωσης (π.χ. άρση αγαμίας επισκόπων) επικρίθηκαν έντονα από τον - επίσης παρόντα - μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ.
Μεταπολεμικά αντιμετώπισε διάφορες κατηγορίες που σχετίζονταν με τον ηγετικό ρόλο του στην Παγκληρική Ένωση όπως αντιποίηση αρχής, εισαγωγή «καινών δαιμονίων» κλπ με συνέπεια να καταδικαστεί το 1946 από εκκλησιαστικό δικαστήριο σε τριετή αργία.
Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία για μικρό διάστημα.
Τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα σχολεία ανά τη χώρα (Λαύριο, Λέρος, Αρχάγγελος Ρόδου και Νίκαια).
Αναφέρεται πως υπέστη νέες διώξεις κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Αργότερα εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Αγίων Αναργύρων, ενώ ήταν μέλος διαφόρων πολιτικών και πολιτιστικών κινήσεων.
Τον Νοέμβρη του 2000, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του, του απονεμήθηκε από την Ιερά Σύνοδο ο Χρυσός Σταυρός του Αποστόλου Παύλου και Ευεργετήριον Γράμμα, σε αναγνώριση των υπηρεσιών του στην πατρίδα.
Απεβίωσε στις 16 Ιουλίου του 2001 και κηδεύτηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας. Ήταν παντρεμένος και πατέρας πέντε παιδιών.

ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ
Ο Μανούσος Ι. Μανούσακας Έλληνας ιστορικός, φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 3 Δεκεμβρίου 1914, με καταγωγή από τα Σφακιά και το χωριό Ίμβρος από τη μεριά του παππού του.
Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στη γενέτειρα του.
Στο περιοδικό του γυμνασίου του, τη ‘’Μαθητική Ηχώ’’ την οποία διηύθυνε για δύο χρόνια, εξέδωσε και τα πρώτα του κείμενα.
Το 1932 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και αποφοιτά τον Μάιο του 1937.
Από το 1938 μέχρι το 1941 διατελεί γραμματέας της Συντακτικής Επιτροπής της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών.
Το 1942 διορίζεται συντάκτης του Μεσαιωνικού Αρχείου, του κατοπινού ‘’Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού’’ της Ακαδημίας Αθηνών, και από το 1951 μέχρι το 1961 διευθυντής του ίδιου ιδρύματος.
Από το 1947 μέχρι το 1951 λαμβάνει υποτροφία από τη Γαλλική Κυβέρνηση και σπουδάζει στο Παρίσι.
Λαμβάνει νέα υποτροφία από το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS), παρακολουθώντας μαθήματα στην Σορβόννη και στην École Pratique des Hautes Études, ειδικευόμενος στην παλαιογραφία και την εκδοτική κειμένων και εγγράφων.
Τον Μάρτιο του 1951 αναγορεύεται αριστούχος διδάκτωρ της Faculté des Lettres του Πανεπιστημίου του Παρισιού με τη διατριβή Contribution à l’ histoire de l'épistolographie néo-hellénique.
Τον Μάρτιο του 1960 αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης με διατριβή που είχε ως τίτλο της Η εν Κρήτη συνωμοσία του Σήφη Βλαστού (1453-1454) και η νέα συνωμοτική κίνησης του 1460-1462.
To 1961 εκλέγεται στην έδρα της Ιστορίας των Μέσων και των Νεωτέρων Χρόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδάσκει εκεί μέχρι το 1966, οπότε αποσπάται στη διεύθυνση του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, όπου τον είχε εκλέξει η Ακαδημία Αθηνών, μέχρι το 1981.
Από το 1975 μέχρι το 1980 υπήρξε διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και από το 1975 μέχρι το 1981 Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Το 1980 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1982 Ακαδημαϊκός, ενώ το 1995 διετέλεσε πρόεδρός της.
Απεβίωσε στις 16 Ιουλίου 2003 σε ηλικία 89 ετών.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΦΕΛΟΥΔΗΣ
Ο Βασίλης Νεφελούδης γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1906 στα Μουδανιά της Μικράς Ασίας.
Ήταν γιος εύπορου εμπόρου, με τη μικρασιατική όμως καταστροφή η οικογένεια του κατέληξε πάμπτωχη στην Αθήνα και ο ίδιος αναγκάστηκε να βγει πρόωρα στη βιοπάλη, όπου άλλαξε αρκετές εργασίες προτού να προσληφθεί στην εταιρεία των τραμ, αρχικά ως εισπράκτορας και στη συνέχεια ως οδηγός.
Το 1927 έγινε μέλος του ΚΚΕ.
Το 1930 ανέλαβε Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας και, παράλληλα, Γραμματέας της Ομοσπονδίας Εργατών Ηλεκτρισμού και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας.
Το 1932 εξελέγη πρώτος σε ψήφους βουλευτής Αθηνών και το 1934 ήταν υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων.
Ανέλαβε Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και επανεξελέγη βουλευτής το 1936.
Το 1938 συνελήφθη από τη μεταξική δικτατορία και παρέμεινε έγκλειστος στις φυλακές της Κέρκυρας μέχρι το 1943.
Εκεί διαφώνησε με τον Νίκο Ζαχαριάδη, γεγονός που του στοίχισε τη διαγραφή του από το κόμμα το 1945.
Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση στη Μέση Ανατολή, ενώ από το 1948 έως το 1955 έμεινε στην παρανομία, έγκλειστος σε ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη.
Το 1961 ανακλήθηκε η διαγραφή του από το ΚΚΕ και το 1964 εξελέγη ξανά βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ.
Με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, ο Βασίλης Νεφελούδης τάχθηκε με την ανανεωτική πτέρυγα και διετέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ εσωτερικού από το 1974 έως το 1977.
Την τελευταία εικοσιπενταετία της ζωής του ο Βασίλης Νεφελούδης ανέπτυξε κυρίως συγγραφική δραστηριότητα και εξέδωσε επτά βιβλία, στα οποία συνδύασε την καταγραφή των αναμνήσεων με την πολιτική ανάλυση.
Πέθανε στο Σούνιο στις 16 Ιουλίου του 2004, σε ηλικία 98 ετών.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Κωνσταντίνος Δημόπουλος γεννήθηκε στην Παλιά Βροντού Πιερίας το 1909 και ήταν Έλληνας δικηγόρος και πολιτικός.
Σπούδασε στο Διδασκαλείο Θεσσαλονίκης. Αρχικά εργάστηκε ως δάσκαλος στη Βροντού (1927) και εν συνεχεία στην Κατερίνη.
Ήταν υπέρμαχος του δημοτικισμού.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όμως αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του εξαιτίας του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, για να επιστρατευτεί και να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή.
Επίσης, ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση κατά την περίοδο της Κατοχής, πολεμώντας με το ΕΑΜ, δράση για την οποία διώχθηκε και εκτοπίστηκε στον Αϊ-Στράτη.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, άσκησε το δικηγορικό λειτούργημα στη συμπρωτεύουσα.
Ως δικηγόρος, υπερασπίστηκε αρκετούς αγωνιστές σε δικαστήρια.
Εξελέγη για πρώτη φορά με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα στις εκλογές του 1951. Επανεξελέγη βουλευτής Κατερίνης με την ΕΠΕΚ το 1952.
Στις εκλογές του 1956 ήταν ξανά υποψήφιος με τη Δημοκρατική Ένωση, μαζί με τους Ελευθέριο Ελευθεριάδη και Δημήτριο Δημάδη, όμως ο συνδυασμός τους δεν εξελέγη, καθώς συγκέντρωσαν 16.941 ψήφους συνολικά.
Στις εκλογές εκείνες η ΕΡΕ με το συνδυασμό της πήρε 17.845 ψήφους συνολικά και έτσι εξελέγησαν βουλευτές οι τρεις της υποψήφιοι, Δημήτριος Βακάλης (ή Βακάλογλου), Αλέξανδρος Δεληγιαννίδης και Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου.
Επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές του 1961 με την Ένωση Κέντρου (Συνασπισμός Ενώσεως Κέντρου-Κόμματος Προοδευτικών) συγκεντρώνοντας 7.150 σταυρούς.
Στις εκλογές του 1963 συγκέντρωσε 7.109 ψήφους (με την Ένωση Κέντρου) και εξελέγη βουλευτής για μία ακόμη φορά.
Ως βουλευτής διακρίθηκε για την ευφράδεια λόγου του και τη μαχητικότητά του. Το 1965 εισηγήθηκε μαζί με άλλους πολιτικούς την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Παπανούτσου.
Στις εκλογές του 1964 δεν κατάφερε να επανεκλεγεί, καθώς συγκέντρωσε 6.235 ψήφους, αλλά ήρθε 3ος από τους υποψηφίους της Ένωσης Κέντρου, πίσω από το Στέργιο Χασαπίδη και το Θεόφιλο Καμπερίδη (εξελέγησαν από τα δύο μεγάλα κόμματα μόνον οι 2 πρώτοι).
Από τη δεύτερη και την τρίτη κατανομή έγινε μεταβολή στις έδρες σε Λευκάδα, Α΄ Θεσσαλονίκης, Καστοριά και Πιερία, με αποτέλεσμα να κερδίσει ο Άγγελος Καλκάνης (Ένωση Κέντρου) στη Λευκάδα και να χάσει την έδρα του ο Ξενοφών Γρηγόρης της ΕΔΑ, ενώ στην Πιερία η ΕΡΕ να κερδίσει μια έδρα, την οποία κατέλαβε ο Αθανάσιος Βασιλειάδης, αντί του Δημόπουλου της Ένωσης Κέντρου. Τελικά, με απόφαση του Εκλογοδικείου, τον Ιούλιο του 1964, οι 4 συνολικά πολιτευτές ορκίστηκαν βουλευτές: στη Λευκάδα, ο Ξενοφών Γρηγόρης της ΕΔΑ κατέλαβε τη θέση του Καλκάνη (Ένωση Κέντρου), ο Αλέξανδρος Καραθόδωρος με το Κόμμα Προοδευτικών ορκίστηκε στην Α΄ Θεσσαλονίκης καταλαμβάνοντας την έδρα του Ι. Κοντούλη (ΕΡΕ), ο Παναγιώτης Γυιόκας (ΕΡΕ) στην Καστοριά κατέλαβε την έδρα του Ευριπίδη Πισιώτη (ΕΡΕ) και ο Κωνσταντίνος Δημόπουλος ορκίστηκε βουλευτής στην Πιερία καταλαμβάνοντας την έδρα του Αθανασίου Βασιλειάδη.
Την ίδια χρονιά (1964) ο Κωνσταντίνος Δημόπουλος είχε αναλάβει διευθυντής του Οργανισμού Λιμένος και Ελευθέρας Ζώνης Θεσσαλονίκης, παραιτήθηκε όμως στις 9 Ιουλίου 1964 και από τη συμπρωτεύουσα μετέβη στην Αθήνα, όπου ορκίστηκε βουλευτής.
Λίγο αργότερα, αποχώρησε από την Ένωση Κέντρου και αναφέρεται σε έκθεση της CIA στην ομάδα των αποκαλούμενων από τον Τύπο αποστατών που στήριζαν την κυβέρνηση του Στεφανόπουλου (από τις 17 Σεπτεμβρίου 1965 έως τις 22 Δεκεμβρίου 1966).
Με τη σύζυγό του, τη δασκάλα Πιπίτσα Κασιδάκου, απέκτησαν 3 παιδιά.
Ο Κωνσταντίνος Δημόπουλος πέθανε στις 16 Ιουλίου 2007 σε ηλικία 98 ετών στη Θεσσαλονίκη και τάφηκε στη Βροντού, τον Ιούλιο του 2007.