"ΕΦΥΓΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΑΓΓΚΙΝΑΣ
Ο Σπυρίδων Μαγγίνας ήταν Έλληνας ιατρός, πανεπιστημιακός και εθνικός ευεργέτης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 1839.
Πατέρας του ήταν ο αγωνιστής της επανάστασης του 1821 Αναστάσιος.
Ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση στην Αθήνα και μετά το γυμνάσιο τον Σεπτέμβριο του 1856 εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Ιατρικής το 1862 με βαθμό άριστα.
Υπηρέτησε δέκα χρόνια ως βοηθός σε στρατιωτικό νοσοκομείο στην Αιτωλία και μετά μετέβη στην Ευρώπη.
Παρακολούθησε ειδικά μαθήματα τρία χρόνια στο Παρίσι και δύο χρόνια στην Βιέννη.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1870 και έγινε υφηγητής της χειρουργικής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο.
Το 1874 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής και το 1880 καθηγητής του ίδιου μαθήματος.
Το 1881 μετέβη στη Χίο για να καταγράψει μαζί με τον Αναστάσιο Χρηστομάνο τις ζημιές τις οποίες προκάλεσε μεγάλος σεισμός, ενώ κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 παρείχε τις επιστημονικές του γνώσεις.
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Αρεταίου (1893) διορίστηκε διευθυντής της χειρουργικής κλινικής, και το 1898 έγινε ο πρώτος καθηγητής χειρουργικής στο Αρεταίειο Νοσοκομείο.
Κατά το ακαδημαϊκό έτος 1897-1898 διετέλεσε επίσης πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ήταν πρόεδρος του 5ου Πανελλήνιου Ιατρικού Συνεδρίου.
Διαβίωσε άγαμος και πέθανε στις 16 Νοεμβρίου 1920 στην Αθήνα αφήνοντας αξιόλογη περιουσία, η οποία περιήλθε στο Πανεπιστήμιο.
ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ
Ο Στράτος Παγιουμτζής ήταν Έλληνας ρεμπέτης τραγουδιστής.
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904.
Ήρθε στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά.
Εργάστηκε από παιδική ηλικία, όμως η ενασχόληση με την μουσική και το τραγούδι ήταν το μεγάλο του πάθος. Σύντομα ήρθε σε επαφή με τους ρεμπέτες του Πειραιά.
Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς ρεμπέτικη ορχήστρα.
Ήταν γνωστή ως «Τετράς του Πειραιώς», στην καθαρευουσιάνικη εκδοχή του Μπάτη.
Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίζεται στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία.
Στην κομπανία τραγουδούν όλοι, όμως ο Παγιουμτζής είναι ο κύριος τραγουδιστής.
Την ίδια χρονιά, ο Βαμβακάρης ετοιμάζεται να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο. Πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει, καθώς η κομπανία είχε ως κύριο τραγουδιστή τον Παγιουμτζή, ενώ και ο ίδιος ο Βαμβακάρης δεν πίστευε στις φωνητικές του ικανότητες.
Όμως, ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής των τραγουδιών του.
Έτσι, λοιπόν, ενώ στο λαϊκό πάλκο τα τραγούδια του Βαμβακάρη ερμηνεύονταν από τον Παγιουμτζή, στη δισκογραφία τα τραγουδούσε ο ίδιος ο Βαμβακάρης.
Την ίδια περίοδο εμφανίζεται στη δισκογραφία και ο Γιώργος Μπάτης.
Αρχικά ηχογραφεί το τραγούδι «Μπάτης ο δερβίσης», ενώ ετοιμάζεται να ηχογραφήσει και το «Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο».
Η κομπανία προβάρει το τραγούδι, ο Μπάτης όμως δεν μπορεί να τραγουδήσει κι έτσι ηχογραφείται με τη φωνή του Παγιουμτζή.
Ακολουθούν τα τραγούδια «Οι σφουγγαράδες» και «Μάγκες καραβοτσακισμένοι» και το 1936 ο Στράτος ερμηνεύει τραγούδια και του τέταρτου της κομπανίας, του Ανέστη Δελιά («Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα» κ.ά.).
Στα πρώτα χρόνια της δισκογραφικής παρουσίας των Πειραιωτών ο Παγιουμτζής συμμετέχει στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει.
Σε πολλά απ' τα πρώτα τραγούδια του Βαμβακάρη παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση («Γεια σου Μάρκο με τις ζωντανές σου τις πενιές σου», «Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου» κ.ά.). Μάλιστα, κάποιες φορές χαιρετίζει και τον εαυτό του («Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου!»).
Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή είναι πλέον εμβληματική.
Από τότε αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα, ακόμα και σε ετικέτες δίσκων. Το 1935 τον χρησιμοποιεί ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου («Σαν εγύριζα απ' την Πύλο») και από το 1937 και άλλοι μεγάλοι Μικρασιάτες δημιουργοί: Ο Παναγιώτης Τούντας («Περσεφόνη μου γλυκιά», «Είν' ευτυχής ο άνθρωπος» κ.ά.), ο Κώστας Σκαρβέλης («Σε γελάσανε», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά» κ.ά.) και ο Σπύρος Περιστέρης («Θαλασσινό μεράκι», «Για σένα μαυρομάτα μου» κ.ά.).
Το 1938 ο Παγιουμτζής θα τραγουδήσει Μανώλη Χιώτη («Δε λες το ναι και συ») και μερικά απ' τα πιο γνωστά τραγούδια του Μπαγιαντέρα («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Χατζηκυριάκειο»).
Με τον Τσιτσάνη είχε γνωριστεί μερικούς μήνες νωρίτερα και μαζί του θα ξεκινήσει μια πολύχρονη συνεργασία.
Δεκάδες γνωστά τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοηχογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, κάτι που θεωρείται πως σχετίζεται και με την επιτυχία τους.
Μετά την Γερμανική Κατοχή, ο Παγιουμτζής συνεχίζει τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς δημιουργούς (Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη κλπ.) και με νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας («Πάνω σ' ένα βράχο») και ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»).
Θα συνεχίσει στη δισκογραφία έως τα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε με την άνθηση του αρχοντορεμπέτικου η καριέρα του θα πάρει την κατιούσα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ο Γιώργος Ζαμπέτας τον ξαναφέρνει στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενος τη σημαντική του επιρροή στις εταιρίες.
Ο Παγιουμτζής ηχογραφεί προπολεμικά ρεμπέτικα του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών, τον περίφημο αμανέ «Μινόρε του Στράτου» καθώς και τον ύμνο του Ολυμπιακού «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ».
Εκτός απ' τη δισκογραφία, ο Παγιουμτζής επανέρχεται στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε ασταμάτητα απ' το 1934 έως το 1955.
Τον Οκτώβρη του 1971 καταφέρνει να βγάλει διαβατήριο (το 1937 είχε συλληφθεί για χρήση χασίς και πήγε εξορία με αποτέλεσμα να μην του εκδόσουν ποτέ διαβατήριο) και να πάει στη Νέα Υόρκη.
Δούλεψε στη «Σπηλιά», όπου αποθεωνόταν απ' τους ομογενείς.
Στις 16 Νοεμβρίου 1971 «έσβησε» πάνω στο πάλκο, σε ηλικία 67 ετών.
Για να τον γυρίσουν στην πατρίδα και να τον κηδέψουν, χρειάστηκε να γίνει έρανος από παλιούς φίλους και συνεργάτες του, ενώ τα έξοδα της κηδείας κάλυψε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΗΣ
Ο Θανάσης Χατζής ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, αντιστασιακός και μαχητής του ΔΣΕ.
Γεννήθηκε το 1905 στο Αμύνταιο της Φλώρινας.
Η οικογένειά του, αγροτική και σχετικά εύπορη, ήταν δοσμένη εκείνα τα χρόνια στον Μακεδονικό Αγώνα για την υπεράσπιση των ελληνικών πληθυσμών από τη βουλγαρική εθνικιστική δράση.
Αποτέλεσμα της έκθεσής της στα μάτια των οθωμανικών αρχών ήταν να διωχθεί από τους Τούρκους και να βρεθεί φτωχή στη Θεσσαλονίκη.
Ο Χατζής τελείωσε το Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη όπου ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Έγινε μέλος του ΚΚΕ και έπειτα πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη οδοντιατρική Σχολή.
Αναδείχθηκε στις μεγάλες φοιτητικές απεργίες του 1929-30 σαν ηγετικό στέλεχος της νεολαίας.
Στη συνέχεια, σαν επαγγελματικό στέλεχος του ΚΚΕ, δούλεψε σε οργανώσεις της Αθήνας, του Πειραιά και της επαρχίας.
Για την επαναστατική του δράση φυλακίστηκε και την περίοδο της Μεταξικής Δικτατορίας στάλθηκε στην Ακροναυπλία.
Δραπέτευσε στις αρχές της Κατοχής και εργάστηκε για την οργανωτική αναγέννηση του ΚΚΕ.
Εντάχθηκε στο ΕΑΜ από την ίδρυσή του και αργότερα εξελέγη γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ.
Τη θέση αυτή διατήρησε μέχρι τον Αύγουστο του 1944, όταν διαφώνησε με τη Συνθήκη του Λιβάνου και αντικαταστάθηκε από τον Παρτσαλίδη.
Ο Χατζής έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά και μετά στάλθηκε σαν υπεύθυνος του ΚΚΕ στη Στερεά Ελλάδα και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε γραμματέας της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Μακεδονίας-Θράκης.
Το καλοκαίρι του 1946 συνελήφθη και εξορίστηκε στην Ικαρία μαζί με άλλα στελέχη της Αριστεράς.
Το 1947 δραπέτευσε από την Ικαρία και πέρασε στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Στην 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, τον Δεκέμβριο του 1948, διαφώνησε με την ηγεσία του κόμματος και απομακρύνθηκε από την Κεντρική Επιτροπή.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση, όπου ήρθε σε ρήξη με τον Ζαχαριάδη και διαγράφηκε από το ΚΚΕ.
Μετά τη καθαίρεση του Ζαχαριάδη το 1956 επανήλθε ενεργά στο κόμμα για να διαγραφεί και πάλι στην 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1958).
Επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα το 1974 και πέθανε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 1982.
Κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών στις 18 Νοεμβρίου.
Συνέγραψε το τετράτομο έργο Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε.
ΑΚΥΛΙΝΑ
Η Γερόντισσα Ακυλίνα της Δράμας ήταν Ελληνίδα Μικρασιάτισσα Ορθόδοξη μοναχή που έζησε στη Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος Δράμας, διατελώντας Ηγουμένη.
Επέδειξε σημαντική δράση κατά την Εθνική Αντίσταση.
Η κατά κόσμον Ερασμία, κόρη των Γεωργίου και Ευτυχίας Παρμαξίδου, γεννήθηκε στα Θείρα της Σμύρνης στις 23 Απριλίου 1921.
Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή επτά συγγενείς της μαρτύρησαν στην αγχόνη. Η ίδια με την οικογένειά διασώθηκαν και ως πρόσφυγες έφτασαν στον Πειραιά στις 14/09/1922 και λίγο αργότερα εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Δράμας.
Η νεαρή Ερασμία μετακόμισε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη λόγω της σκληρής Βουλγαρικής Κατοχής στη Δράμα.
Προσέφερε σημαντική βοήθεια σε ανθρώπους πρωτοστατώντας στα συσσίτια για τους πεινώντες στην περιοχή του Λαγκαδά.
Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και με κίνδυνο της ζωής της ανέλαβε την τροφοδοσία των κρατούμενων αντιστασιακών Ελλήνων στο στρατόπεδο Παύλου Μελά της Θεσσαλονίκης που είχε μεταβληθεί σε τόπο κράτησης και βασανιστηρίων από τους Γερμανούς.
Την δεκαετία του 1950 οργάνωσε συσσίτια στη Δράμα για να αντιμετωπιστούν οι πληγές της Βουλγαρικής Kατοχής και ξεκίνησε τις κατασκηνώσεις της Μητροπόλεως Δράμας στον Γρανίτη.
Σχημάτισε αδελφότητα με γυναίκες με σκοπό την αφιέρωσή τους στον μοναχισμό.
Η αδελφότητα με επικεφαλής την Ακυλίνα, τον Απρίλιο του 1970, εγκαταστάθηκε, με την επίβλεψη και τη στήριξη του Μητροπολίτη Δράμας Διονυσίου, στην τότε εγκαταλελειμμένη περιοχή των Ταξιαρχών Δράμας (Σίψα) όπου υπήρχε ναΰδριο της Αναλήψεως του Σωτήρος.
Στις 17 Ιουλίου 1970 και σε ηλικία 50 ετών πήρε το μέγα και αγγελικό σχήμα και ονομάσθηκε Ακυλίνα μοναχή.
Στη αδελφότητα εντάχθηκε και η Γερόντισσα Άννα Μακκαβαίου η Μικρασιάτισσα, η οποία εκτιμούσε πολύ την Ηγουμένη Ακυλίνα.
Η Ηγουμένη Ακυλίνα παράλληλα με τα κύρια πνευματικά της καθήκοντα εργάσθηκε για το κτίσιμο της Μονής.
Ολόκληρο το κτιριακό οικοδόμημα της Μονής είναι κόπος της δραστηριότητάς της μαζί με την πρώτη αδελφότητα και τις νεότερες μοναχές.
Στις 25 Απριλίου 1971 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της Ιεράς Μονής.
Η Γερόντισσα Ακυλίνα εκοιμήθη στις 16 Νοεμβρίου του 2006.
Ο Άγιος Παΐσιος την χαρακτήριζε ως «Γερόντισσα των Γεροντισσών» και ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης την αποκαλούσε «Χερουβείμ με χρυσά φτερά».